Αρχαίες γλώσσες και γραφές της Κύπρου
- Όμιλος Αρχαιολογίας
- 1 août 2018
- 8 min de lecture
Παναγιώτης Θεοδούλου, ΙΣΑ 4ο έτος
Η Κύπρος αποτελεί μια από τις πρώτες περιοχές του κόσμου που ανέπτυξαν γραφή. Η πρώτη γραφή της Κύπρου, η «Κυπρομινωική» χρησιμοποιήθηκε από τον 16υ μέχρι τον 11ο / 10ο αιώνα π. Χ. περίπου. Δεν γνωρίζουμε ποια ή ποιες γλώσσες απέδιδε, αφού δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Μέχρι πρότινος ανευρέθηκαν 217 κείμενα σε αυτήν τόσο εντός όσο και εκτός της Κύπρου (κυρίως στην Ουγκαρίτ).
Η γραφή αυτή παρουσιάζει ομοιότητες με την Γραμμική Α΄, εξ ου και το όνομά της από τον A. Evans. Εντούτοις, η σύγκριση μεταξύ της Γραμμικής Α΄ και της Κυπρομινωικής καταδεικνύει λίγα σχετικά κοινά σύμβολα, και μάλιστα τα πιο κοινά: ⊢, +, |, ǂ, Ϝ, ∨, ↑, ×, τα οποία απαντούν σε αρκετές συλλαβικές και μη γραφές. Τα ενεπίγραφα αντικείμενα δεν είναι πολλά σε αριθμό, είναι όμως ποικίλα (εκτός από πινακίδες έχουν βρεθεί ενεπίγραφοι κύλινδροι, πήλινα σφαιρίδια, ειδώλια, αγγεία, ενεπίγραφα τάλαντα, σφραγίδες, ελεφάντινα μουσικά όργανα, κοσμήματα, ένας πήλινος δίσκος κλπ.). Η ποικιλία των ενεπίγραφων αντικειμένων υποδεικνύει ότι η γραφή αυτή ήταν ευρέως διαδεδομένη και γνωστή εκτός των ανακτόρων, δηλαδή δεν χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για διοικητικούς και οικονομικούς σκοπούς όπως άλλες γραφές της ίδιας περιόδου (π.χ. η Γραμμική Β΄), αλλά χρησιμοποιήθηκε και για θρησκευτικούς και άλλους σκοπούς. Εξάλλου, δεν γίνεται εντατική χρήση ιδεογραμμάτων, γεγονός που σε συνδυασμό με την σπάνια χρήση αριθμών υποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για καταλόγους ή λογιστικά κείμενα. Ως εκ τούτου, μαρτυρείται πιθανώς έλλειψη ή αδυναμία κεντρικής εξουσίας και διοικητικού ελέγχου. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ της επιστημονικής κοινότητας για το είδος της γλώσσας ή των γλωσσών που αποδίδονται στα κείμενα της Κυπρομινωικής. Ούτε η προέλευση της γραφής ούτε η σχέση της με τα μεταγενέστερα κυπριακά συλλαβάρια είναι δυνατόν να προσδιορισθούν επί του παρόντος με βεβαιότητα. Είναι πιθανόν ότι η εγκατάσταση στην Κύπρο ελληνόφωνων φύλων είχε ως αποτέλεσμα τη μερική αναπροσαρμογή της Κυπρομινωικής γραφής για την απόδοση της ελληνικής γλώσσας, η οποία εξαπλώθηκε σε όλο σχεδόν το νησί με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, τουλάχιστον από τον 11ο αι. π.Χ.
Σημαντικές πληροφορίες για μερικά από αυτά τα ζητήματα μας δίδει ο περίφημος «Οβελός του Οφέλτα» από το βασίλειο της Πάφου. Ο ενεπίγραφος αυτός οβελός φέρει την επιγραφή Ὀφέλταυ, εξ ου και το όνομά του. Βρέθηκε το 1979 στα Κούκλια, στη θέση Σκάλες, σε ανασκαφή που διεξήγαγε ο Βάσος Καραγιώργης. Ο οβελός αποτελεί ένα από τα ευρήματα του Τάφου 49, που χρονολογείται βάσει των συνευρημάτων του στην Κυπρογεωμετρική I περίοδο (1050-950 π.Χ.). Η χρονολόγησή του οβελού αμφισβητείται ωστόσο από μερικούς, καθώς ο τρόπος διερεύνησης του τάφου και οι συνθήκες εντοπισμού του οβελού παραμένουν αδιευκρίνιστες και αμφισβητήσιμες.
Το κείμενο αποτελεί το μόνο λεγόμενο ελληνικό κείμενο αυτής της περιόδου. Σύμφωνα με τις φωνητικές αξίες του κυπριακού συλλαβαρίου η επιγραφή αναγνώσθηκε δεξιόστροφα ως «Ὀφέλταυ» (o-pe-le-ta-u), διαλεκτική γενική ενικού αρσενικού γένους –āu (<πρβλ. –ao της μυκ. ελλην.) του ελληνικού ονόματος «Ὀφέλτας». Το όνομα αυτό εντοπίζεται στον Όμηρο ως όνομα ενός ήρωα της Ιλιάδας. Αποτελεί επίσης όνομα ενός μωρού-Θεού. Η γενική «Ὀφέλταυ» αποτελεί διαλεκτικό ισόγλωσσο ανάμεσα στην Κυπριακή, την Αρκαδική και την Παμφυλιακή διάλεκτο.
Έχουν διατυπωθεί δύο βασικές θεωρίες για την απόδοση του κειμένου του Οφέλτα, είτε στην προγενέστερη Κυπρομινωική είτε την μεταγενέστερη Κυπροσυλλαβική γραφή. Οι Masson και Duhoux (2012, 88-89) θεωρούν αφενός ότι ο οβελός του Οφέλτη αποτελεί το παλαιότερο Κυπροσυλλαβικό κείμενο και οι Olivier (2006) και Egetmeyer (2013, 121) υποστηρίζουν ότι είναι γραμμένος με σύμβολα της υστερότερης Κυπρομινωικής γραφής. Αν υιοθετηθεί η πρώτη άποψη, τότε θεωρούμε ότι η Κυπροσυλλαβική εμφανίζεται τον 11ο/10ο αιώνα, ενώ αν υιοθετηθεί η αντίθετη άποψη, τότε θεωρούμε ότι η Κυπροσυλλαβική εμφανίζεται τον 8ο αιώνα π.Χ.
Η ανάγνωση αυτού του κειμένου είναι πολύ σημαντική. Αυτή η σημασία αφορά την ιστορία της γραφής στον ελληνόφωνο χώρο γενικότερα και τη σχέση της Γραμμικής Β΄ και του Κυπριακού συλλαβαρίου ειδικότερα. Αυτό έγκειται στο ότι το κείμενο αυτό ήταν το μόνο ελληνικό κείμενο κατά τη διάρκεια των «σκοτεινών αιώνων». Επιπρόσθετα, η ανάγνωση αυτή παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την εγκατάσταση ελληνικών φύλων στην Κύπρο και την Παμφυλία μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων και τη σχέση τους με τα προδωρικά φύλα της Πελοποννήσου. Αντλούνται επίσης πληροφορίες για τον χρόνο εγκατάστασης των ελληνόφωνων στην Κύπρο και το χρόνο ανάπτυξης ξεχωριστής γραφής πριν από τον 11ο αι. π.Χ. Τέλος, παρέχονται σημαντικές πληροφορίες για την ιστορία της γραφής στην Κύπρο, καθώς επίσης για την ιστορία της γλώσσας και της ανάπτυξης της ελληνικής διαλέκτου στην Κύπρο (Egetmeyer 2013, 123-125). Ο ενεπίγραφος αυτός οβελός αποτελεί την πρώτη μαρτυρία της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο μέχρι και σήμερα.
Από τα πέντε συλλαβογράμματα που φέρει ο οβελός, το ένα δεν μαρτυρείται στο Παφιακό συλλαβάριο της 1ης χιλιετίας π.Χ., δύο άλλα συλλαβογράμματα απαντούν μόνο στο Παφιακό συλλαβάριο και τα άλλα δύο είναι κοινά σε όλα τα Κυπριακά συλλαβάρια. Αυτό δημιουργεί προβλήματα στην προσπάθεια αποκατάστασης της ιστορίας της γραφής στην Κύπρο, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ο οβελός αυτός αποτελούσε ένα μεταβατικό παράδειγμα ανάμεσα στην Κυπρομινωική και το Παφιακό συλλαβάριο.
Το «Κυπριακό συλλαβάριο», γνωστό και ως «Κυπροσυλλαβική», βρισκόταν εν χρήσει από τον 8ο μέχρι τον 2ο/1ο αι. π.Χ. Όπως λέει και το όνομα αποτελεί μια συλλαβική γραφή. Εντοπίζονται περίπου 55 συλλαβογράμματα. H γραφή αυτή αποκρυπτογραφήθηκε τη δεκαετία του 1870 από τον George Smith και χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την απόδοση της αρκαδοκυπριακής (ελληνικής) διαλέκτου. Οι διάφορες πολιτείες της 1ης χιλιετίας π.Χ. χρησιμοποίησαν τα δικά τους τοπικά συλλαβάρια, τα περισσότερα από τα οποία είναι κοινά και με ελάχιστες διαφορές. Εξαίρεση αποτελεί το συλλαβάριο της Πάφου το οποίο διαφέρει κατά πολύ σε σχέση με τα υπόλοιπα. Έτσι, το Κυπριακό συλλαβάριο διαχωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες: το «κοινό» συλλαβάριο και το παφιακό συλλαβάριο. Μια βασική διαφορά είναι η φορά γραφής: στο «κοινό» συλλαβάριο είναι αριστερόστροφη, ενώ στα παφιακά συλλαβάρια είναι συνήθως δεξιόστροφη.
Η Πολιτεία της Πάφου αποφασίζει κατά τη διάρκεια του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. να προβεί σε αλλαγές. Οι αλλαγές αυτές είναι διττές, γιατί πέραν από τις πολλές διαφοροποιήσεις στην ορθογράφηση, δηλαδή στα σχήματα των συμβόλων (τα συλλαβογράμματα του «Κοινού» συλλαβάριου σε σχέση με το Παφιακό συλλαβάριο είναι πιο επισεσυρμένα), συναντώνται αλλαγές και στη διάλεκτο, διόλου τυχαίο αφού η γραφή και η διάλεκτος αποτελούσαν θέμα παράδοσης στον αρχαίο κόσμο. Εξάλλου, η διάσταση που υπήρχε μεταξύ των αποικιών και των μητροπόλεων στον αρχαίο κόσμο, εκφράζεται μέσα από τις διαφορές της γραφής και της διαλέκτου. Έτσι, και ο τελευταίος βασιλιάς της Πάφου, ο Νικοκλής εισάγει μεταρρυθμίσεις σε σχέση με τη γραφή προκειμένου να προστατεύσει και να αναδείξει την αυτονομία της Πόλης του (Παναγιώτου 2010). Η αυτοτέλεια της πόλεως στη γραφή και στη γλώσσα είναι συνυφασμένη με την ανεξαρτησία της κάθε πόλης.
Στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. τα κυπριακά βασίλεια καταλύονται και το νησί ενσωματώνεται στο πτολεμαϊκό βασίλειο. Εφεξής η Κύπρος ακολουθεί την εκπαιδευτική πορεία των Πτολεμαίων, εισάγεται η αλφαβητική γραφή (το Μιλησιακό αλφάβητο) και η «Κοινή» ελληνιστική γλώσσα. Ως εκ τούτου, η Αρκοδοκυπριακή διάλεκτος σταδιακά εκλείπει, μαζί και το Κυπριακό συλλαβάριο, το οποίο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτή. Τα υστερότερα παραδείγματα Κυπριακού συλλαβαρίου είναι τα 11.334 σφραγίσματα του αρχείου της (Νέας) Πάφου, που βρέθηκαν σε δεύτερη χρήση στο υπόστρωμα ψηφιδωτού της οικίας Διονύσου και τα οποία χρονολογούνται στον 2ο/1ο αι. π.Χ. (Nicolaou 1993).
Μια άλλη γλώσσα ή γλώσσες της Κύπρου της 1ης χιλιετίας π.Χ. είναι τα λεγόμενα «Ετεοκυπριακά». Συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκαν μεταξύ 8ου - τέλη 4ου αιώνα π.Χ. Η «Ετεοκυπριακή» θεωρείται η γλώσσα των «Ετεοκυπρίων», εξ ου και το όνομά της. Ο όρος «Ετεοκύπριοι» αποτελεί συμβατικό όρο των νεότερων μελετητών του 20ου αιώνα, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε κατά αναλογία του όρου Ετεόκρητες (< ἐτεός = αληθινός, ιθαγενής) που υποδηλώνει τους αυτόχθονες Κρητικούς και απαντά στον Όμηρο (Οδύσσεια, Τ, 176). Με άλλα λόγια, ο όρος «Ετεοκύπριοι» δεν απαντά σε αρχαίες φιλολογικές ή άλλες πηγές, αλλά δημιουργήθηκε για να δηλώσει τους αυτόχθονες ή γνήσιους ή γηγενείς κατοίκους της Κύπρου κατά την αρχαιότητα. Η μη αποκρυπτογραφημένη ως σήμερα αυτή γλώσσα αποδιδόταν από το αποκαλούμενο «κοινό» συλλαβάριο. Συνεπώς, αυτό το σύστημα γραφής δεν χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει μόνο την αρκαδοκυπριακή διάλεκτο. Όσον αφορά τα «ετεοκυπριακά», δεν πρόκειται μάλλον για ελληνικά γιατί δεν μπορούμε να τα διαβάσουμε. Αναγνωρίζονται ωστόσο μερικά ελληνικά ονόματα. Εικάζεται ότι μπορεί να ήταν περισσότερες από μία γλώσσες γιατί παρουσιάζουν διαφορές κάποιες επιγραφές που βρέθηκαν στην Αμαθούντα με άλλες που βρέθηκαν στους Γόργους. Ένα παράδειγμα τέτοιων διαφορών είναι ότι η ακολουθία των συλλαβογραμμάτων είναι διαφορετική από την ακολουθία των κειμένων της Αμαθούντος.
Τα «ετεοκυπριακά» κείμενα της Αμαθούντος είναι περίπου είκοσι. Τα παλαιότερα κείμενα χρονολογούνται το 700 π.Χ., έξι είναι προγενέστερα του 600 π.Χ. και δώδεκα είναι του 4ου αιώνα π.Χ. Η αρχαιότερη επιγραφή της Αμαθούντος είναι εγχάρακτη στο μεγαλιθικό αγγείο της Αμαθούντος και φέρει την επιγραφή a-na. Η τελευταία ανευρεθείσα επιγραφή, η οποία εντοπίστηκε σε βάση δύο αγαλμάτων στο ιερό της Αφροδίτης της Αμαθούντος και χρονολογείται στον 4ο π.Χ. αιώνα, είναι δίγλωσση και δίγραφη, γραμμένη στην ετεοκυπριακή γλώσσα με το κυπριακό συλλαβάριο και ταυτόχρονα στη Κοινή ελληνική γλώσσα με το μιλησιακό αλφάβητο (Masson et Hermary 1982, 235-242). Όσον αφορά τους Γόλγους, εκεί εντοπίστηκαν δέκα «ετεοκυπριακά» κείμενα τα οποία κατά τον Egetmeyer (2009, 73-74; 2012) αποδίδουν διαφορετική γλώσσα από αυτή της Αμαθούντος. Βρέθηκαν στο ιερό στον Άγιο Φώτιο μαζί με πολυάριθμες ελληνικές επιγραφές.
Άλλες επιγραφές που συναντώνται στη Κύπρο είναι οι λεγόμενες «Φοινικικές», σημαντικές για την αποσαφήνιση του χαρακτήρα της παρουσίας των «Φοινίκων» στην Κύπρο. Η γραφή αυτή χρησιμοποιήθηκε για την απόδοση μιας σημιτικής γλώσσας. Ο αριθμός των δημοσιευμένων Φοινικικών επιγραφών που βρέθηκαν στο νησί ανέρχεται σε 135, εκ των οποίων επτά χρονολογούνται πριν τον 8ο αι. π.Χ. και οι υπόλοιπες την περίοδο από τον 8ο μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. (Yon 2004; Steele 2013). Ο αριθμός των επιγραφών τετραπλασιάστηκε με τις ανασκαφές της Μαρίας Χατζηκωστή στο αρχαίο Ιδάλιο (Hadjicosti 1997, 49-61). Οι ανασκαφές αυτές επιβεβαιώνουν ότι κατά τη διάρκεια των κλασικών χρόνων οι «Φοίνικες» θα μετατρέψουν το βασίλειο του Ιδαλίου σε διοικητικό τους κέντρο, στο οποίο εντοπίστηκαν πάνω από 1.200 ενεπίγραφα όστρακα γραμμένα στο φοινικικό αλφάβητο, όλα οικονομικού περιεχομένου (Hadjicosti 1997, 58-59). Αξίζει να σημειωθεί ότι χάρις τις δίγλωσσες επιγραφές (στην φοινικική και ελληνική γλώσσα) και ιδίως αυτή που εντοπίστηκε το 1869 στο Ιδάλιο κατά τις ανασκαφές του Hamilton Lang, κατέστη εφικτή η αποκρυπτογράφηση της κυπροσυλλαβικής γραφής. Η αρχαιότερη φοινικική επιγραφή χρονολογείται με παλαιογραφικά κριτήρια στον 11ο αι. π.Χ. και είναι χαραγμένη σε έναν αμφορίσκο από πράσινο στεατίτη. Η τελευταία φοινικική γραφή χρονολογείται στα μέσα περίπου του 3ου αιώνα π.Χ.
Συνοψίζοντας, στη Κύπρο κατά την 2η χιλιετία π.Χ. χρησιμοποιήθηκε η λεγόμενη Κυπρομινωική γραφή, η οποία δεν γνωρίζουμε ποια ή ποιες γλώσσες απέδιδε γιατί δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Κατά την 1η χιλιετία π.Χ. χρησιμοποιήθηκε η λεγόμενη Κυπροσυλλαβική γραφή για την απόδοση της αρκαδοκυπριακής διαλέκτου, αλλά και για την απόδοση της λεγόμενης «ετεοκυπριακής», άγνωστης ή αγνώστων γλωσσών. Μια άλλη γραφή που χρησιμοποιήθηκε την ίδια χιλιετία είναι η φοινικική για την απόδοση μιας σημιτικής γλώσσας. Μια σειρά από γεγονότα, με κυριότερο αυτό της κατάληψης της Κύπρου από τους Πτολεμαίους, θα οδηγήσει στην σταδιακή επικράτηση στο νησί της «Κοινής» ελληνιστικής γλώσσας και αλφαβητικής γραφής έναντι όλων των υπολοίπων γλωσσών και γραφών, οι οποίες εξαφανίζονται οριστικά.
Bιβλιογραφία:
· Duhoux Y. 2012, The most ancient Cypriot text written in Greek: The Opheltas’ spit, Kadmos 51, 71-91.
· Egetmeyer M. 2009, The Recent Debate on Eteocypriote People and Language, Pasiphae III [2010], 69-90.
· Egetmeyer M. 2012, ‘Sprechen Sie Golgisch’ Anmerkungen zu einer übersehenen Sprache », in Carlier, de Lamberterie, Egetmeyer, Guilleux, Rougemont, Zurbach 2012, 427-434.
· Egetmeyer M. 2013, From the Cypro-Minoan to the Cypro-Greek Syllabaries: Linguistic Remarks on the Script Reform, στη Steele 2013, 107-131.
· Hadjicosti, M. 1997, The Kingdom of Idalion in the Light of New Evidence, BASOR 308, 49-61. Masson O. – Hermary A. H. 1982, Inscriptions d’Amathonte IV, BCH 106, 235-244.
· Michaelidou - Nicolaou I. 1993, Nouveaux documents pour le syllabaire chypriote, BCH 117, 343-347.
· Steele, P.M. 2013, A Linguistic History of Ancient Cyprus. The Non-Greek Languages and their Relations with Greek, c. 1600-300 BC, Cambridge.
· Yon, M. 2004, Kition-Bamboula, V. Kition dans les textes, Paris.
· Παναγιώτου Α. 2010, Γραφή και ‘γλωσσική πολιτική’ στα κυπριακά βασίλεια κατά την κλασική περίοδο, στο: Βοσκός, Α. – Γούτσος, Δ. – Μόζερ, Α. (υπεύθ. εκδ.), Η ελληνική γλώσσα στην Κύπρο από την αρχαιότητα ως σήμερα, Αθήνα, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, 36-57.
Comentarios