Η «ΧΑΜΕΝΗ» ΛΗΔΡΑ.
- Όμιλος Αρχαιολογίας
- 31 juil. 2018
- 9 min de lecture
Άντρεα Ορατίου, ΙΣΑ 4ο έτος
Η αρχαία Λήδρα ήταν μια από τις πόλεις – βασίλεια της Κύπρου κατά την 1η χιλιετία π.Χ. Ο όρος «βασίλεια» χρησιμοποιείται καταχρηστικά καθώς οι πολιτείες αυτές δεν υπήρξαν ποτέ βασίλεια με την σημερινή έννοια. Ο όρος έχει καθιερωθεί στην έρευνα λόγω του όρου που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι ηγέτες των πολιτειών αυτών για να χαρακτηρίσουν τους εαυτούς τους, δηλαδή «βασιλείς». Σε αυτό το άρθρο, θα αναλυθούν περιληπτικά κάποια σημεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη της αρχαίας Λήδρας στη σημερινή Λευκωσία, καθώς δεν έχει βρεθεί μια ξεκάθαρη πρωτογενής πηγή που να ταυτίζει τις δύο.
Πρώτα πρώτα, τα κατάλοιπα που φαίνεται να συνδέονται με την υπό εξέταση πολιτεία βρίσκονται, στον Λόφο του Αγίου Γεωργίου, σε τάφους που ανασκάφηκαν στο κτήριο του Melkonian Institute, την νεκρόπολη των Αγίων Ομολογητών, την περιοχή του Παλαιού Δημαρχείου, τάφοι στην Κουπατή και ένας βόθρος στην περιοχή του πρώην Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων (Flourentzos 1981, Flourentzos 1986, Pilides 2003, Michaelides και Pilides 2012).
Όσον αφορά τις δευτερογενείς πηγές, ορισμένες φαίνεται να αναφέρουν το όνομα Λήδρα ή Λέδροι ενώ άλλες συνδέουν το όνομα της Λευκωσίας με την Λήδρα, ωστόσο καμία δεν αναφέρει ξεκάθαρα πως η Λήδρα είναι η Λευκωσία. Για παράδειγμα, ο Ευαγγελιστής Μάρκος στο έργο του «Πράξεις Βαρνάβα» (1ος αιώνας μ.Χ.) αναφέρει πως ο Απόστολος Βαρνάβας έφτασε στην «μικρή πόλη των Λεδρών» (Χατζηϊωάννου 1971, 334 – 337). Ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει το 1788 στην «Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου», πως η Λήδρα ήταν στο κέντρο του νησιού. Μετά αναφέρει πως η πόλη αυτή την εποχή του ονομάζεται Λευκωσία ή Nicosia (για τους Ιταλούς), και που ονομαζόταν στο παρελθόν Λέτρα και Λήδρος (Παυλίδης 1997). Φυσικά, ο Αθανάσιος Σακελλάριος στο έργο του τα «Κυπριακά» (1890) αναφέρει πως κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, η Λευκωσία και η Λήδρα ήταν δύο διαφορετικές γειτνιάζουσες πόλεις, οι οποίες έγιναν μια όταν πόλεμοι και σεισμοί έπληξαν τις παράκτιες περιοχές και οι κάτοικοί τους αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στο εσωτερικό. Τότε, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα, έγινε πρωτεύουσα (Σακελλάριος 1991).
Δυστυχώς, όπως και οι δευτερογενείς, έτσι και οι πρωτογενείς πηγές είναι ελάχιστες. Η αρχαιότερη μαρτυρία για τη Λήδρα είναι αυτή που βρίσκεται στο πρίσμα του Εσσαρχαδόνα. Αυτό χρονολογείται στο 673/2 π.Χ. και πρόκειται για την πρώτη καταγραφή των ονομάτων των ηγετών και των πολιτειών της Κύπρου. Συγκεκριμένα, ο Ονασαγόρας αναφέρεται ως βασιλιάς της Λήδρας (Unasagusu sharru Lidir). Τα ίδια ακριβώς ονόματα (πόλεων και ηγετών) επαναλαμβάνονται σε επιγραφή του Ασουρπανιπάλ 5 χρόνια αργότερα (Σατράκη 2012, 214 – 216).
Επίσης, στον ναό του Αχώρη στο Karnak της Αιγύπτου βρέθηκαν τα ονόματα οκτώ μισθοφόρων, τα οποία έγραψαν οι ίδιοι. Οι επιγραφές χρονολογούνται στο 358 και είναι στα ελληνικά, είτε στη συλλαβική γραφή, είτε στο αλφάβητο. Ένας από αυτούς γράφει, «Κύδιλος Λέδριγος τας Κύπρων», αυτή η επιγραφή επιβεβαιώνει πως η Λήδρα βρίσκεται στην Κύπρο. Αυτές οι επιγραφές αποδεικνύουν πως οι ίδιοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους Λέδριους (Χατζηιωάννου 1971˙ Michaelides και Pilides 2012). Υπάρχουν δύο άλλες σημαντικές πρωτογενείς μαρτυρίες. Η πρώτη είναι ένα κομμάτι άσπρο μάρμαρο από το Bedestan στο κέντρο της Λευκωσίας (όχι η αρχική του θέση), που χρονολογείται στο 320 – 310 π.Χ. περίπου και που η επιγραφή αναφέρει πως κάποιος με το όνομα Αρχαίος έστησε το άγαλμα του Νικοκλέους, βασιλιά της Πάφου, στο τέμενος της Παφίας Αφροδίτης στην Λήδρα (Χατζηιωάννου 1980˙ Χατζηιωάννου 1992˙ Σατράκη 2012˙ Michaelides και Pilides 2012). Η δεύτερη αφορά ένα ενεπίγραφο αγγείο που βρέθηκε στο νυμφαίο στο Καφίζι και χρονολογείται στο 225 – 224 π.Χ. Πρόκειται για αναθηματικό αγγείο και η επιγραφή είναι η εξής: επ[ι Ζηνων]ος ? του Λεδρίου. Αυτό αποδεικνύει πως η Λήδρα δεν είχε χάσει την αστική της υπόσταση (Michaelides και Pilides 2012).
Όσον αφορά τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, φαίνεται πως όλες οι προαναφερθείσες θέσεις σχετίζονται μεταξύ τους. Τα ευρήματα από το Λόφο του Αγίου Γεωργίου μαρτυρούν τη χρήση της θέσης από την Κυπροαρχαϊκή περίοδο μέχρι τον Μεσαίωνα. Φυσικά, οι περίοδοι που σχετίζονται με την Λήδρα (εάν όντως είναι αυτή), είναι η Κυπροαρχαϊκή περίοδος (750 – 480 π.Χ.), η Κυπροκλασσική (480 – 310 π.Χ.) και η Ελληνιστική (310 – 30 π.Χ.).
Η εν λόγω θέση κατακλύζεται από εργαστηριακές εγκαταστάσεις στα πλαίσια μια πόλης. Αυτό δείχνει άλλωστε η πληθώρα ευρημάτων όπως λίθινα εργαλεία, ειδώλια, αναθηματικοί βωμοί, λίθινα βαρίδια και μήτρες, οστέινα αντικείμενα (π.χ. περόνες, αστράγαλοι), όστρεα, αντικείμενα από τερακότα (ειδώλια, αγγεία), μεταλλικά αντικείμενα (αγγεία, νομίσματα, μαχαίρια κ.ά.), αντικείμενα από γυαλί κ.ά. Στα κτήρια (που ήταν χωρισμένα σε δωμάτια, μονάδες και αυλές), υπήρχαν κλίβανοι ή εστίες και κρήνες. Επίσης, φαίνεται πως οι κρήνες σχετίζονται με τις εστίες (ίσως αφορούν την επεξεργασία πρώτων υλών για την δημιουργία αντικειμένων από τερακότα). Επιπλέον, η παρουσία διαφόρων τύπων εστιών, κλιβάνων και καμίνων φανερώνουν την ανάγκη για ποικίλες θερμοκρασίες. Οι βωμοί, τα λίθινα ειδώλια και μέρη από αγάλματα αποδεικνύουν πως δημιουργούνταν και λατρευτικά αντικείμενα στα εργαστήρια (Pilides 2004 και Pilides 2007). Συμπερασματικά, τα εργαστήρια ανήκαν σε κεραμείς, κοροπλάστες, μεταλλουργούς, υφαντές και άτομα για την επεξεργασία του λίθου (Pilides 2004).
Είναι σημαντικό να γίνει αναφορά στο εγχάρακτο «Μελαμβαφές Κύπελλο», που βρέθηκε στο Λόφο του Αγίου Γεωργίου πάνω από δύο τοίχους, οι οποίοι ανοικοδομήθηκαν πάνω από το φυσικό υπόστρωμα, άρα είναι η αρχαιότερη φάση. Χρονολογείται με βάση τα συμφραζόμενα στον 4ο αιώνα π.Χ. [ένα νόμισμα χρονολογήθηκε ανάμεσα στο 332 και το 300 π.Χ. και άλλα αγγεία χρονολογούνται στην Κυπροκλασσική ΙΙ περίοδο (400 – 310 π.Χ.)]. Η επιγραφή χαράκτηκε στη βάση του αγγείου μετά το ψήσιμο του και είναι αποδομένη με το «κοινό» συλλαβάριο (διαβαζόταν από τα δεξιά προς τα αριστερά) και είναι in scriptio continua. Η επιγραφή είναι η εξής: wanaxetimasemi (wa-na-xe ti-ma-se e-mi). Διαβάζεται τοιουτοτρόπως «Είμαι ο πρίγκιπας Τιμάς» ή «Είμαι ιδιοκτησία του πρίγκιπα Τιμά». Ο Αριστοτέλης αναφέρει πως στην Κύπρο, ο άνακτας ήταν ο γιός ή ο αδερφός του βασιλιά. Το εν λόγω αγγείο χρήζει τεράστιας σημασίας και χρονολογείται στην περίοδο πριν την κατάλυση των Πόλεων – Βασιλείων από τον Πτολεμαίο. Σύμφωνα με τις πηγές ή την έλλειψη αυτών το βασίλειο της Λήδρας καταλύθηκε ή προσαρτήθηκε από κάποιο γειτονικό βασίλειο μετά την Κυπροαρχαϊκή περίοδο (Pilides και Olivier 2008˙ Pilides και Destrooper – Georgiades 2008˙ Michaelides και Pilides 2012, 6).
Ένα εξίσου σημαντικό εύρημα είναι «ο θησαυρός των αργυρών νομισμάτων», που βρέθηκε στη γωνιά των Οδών Νικοκρέοντος και Χατζοπούλλου. Οι απεικονίσεις έγιναν με διάφορες σφραγίδες. Για τον εμπροσθότυπο υπάρχουν τρεις κατηγορίες: 1) κεφάλι κάπρου, 2) πρόσωπο ενός λιονταριού, 3) το πρόσωπο ενός λιονταριού το οποίο προεξέχει μπροστά από το κεφάλι του κάπρου. Στον οπισθότυπο εμφανίζεται ένα τετράγωνο μέσα στο οποίο υπάρχει ένας δίσκος (που μοιάζει με ήλιο) με φτερά εκατέρωθεν αυτού. Αυτή η σύνθεση είναι πολύ σπάνια αλλά Κυπριακή. Ο δίσκος είναι γνωστός από την Ασσυριακή, Φοινικική και Αιγυπτιακή τέχνη, η οποία εισήχθη στο νησί τον 16ο αιώνα π.Χ., όμως γνώρισε μεγάλη φήμη κατά τον 8ο και 7ο αιώνα π.Χ. στην τοπική τέχνη. Όσα νομίσματα έχουν τον συνδυασμό λέοντος και κάπρου στον εμπροσθότυπο, στον οπισθότυπο φέρουν επιγραφές μέσα στα πλαίσια ενός τετραγώνου. Οι επιγραφές αποτελούνται από ένα ή δύο χαρακτήρες της Κυπροσυλλαβικής γραφής, και ορισμένα από αυτά 4 χαρακτήρες. Παρόλο που οι επιγραφές μαρτυρούν, το πιθανότερο, τον βασιλιά υπεύθυνο για την κοπή των νομισμάτων του θησαυρού, οι επιγραφές δεν βοηθούν στην ανάγνωση κάποιου βασιλιά, βασιλείου ή νομισματοκοπείου. Δύο νομίσματα φέρουν μια βαθιά τομή. Αυτή η τομή έγινε ώστε να πιστοποιεί την αυθεντικότητα των νομισμάτων (ότι είναι αργυρά μέχρι τον πυρήνα). Ένα άλλο νόμισμα με τομή φάνηκε πως είναι πλαστό (στον πυρήνα ήταν μπρούντζινο). Οι τρεις τομές αποδεικνύουν πως υπήρχε οργάνωση γύρω από την κοπή των νομισμάτων (Pilides και Destrooper – Georgiades 2008).
Η ταφή των νομισμάτων χρονολογείται στο 500 – 480 π.Χ. με βάση την στρωματογραφία και αυτό επιβεβαιώνεται από τα νομίσματα τα ίδια (βάρος, τύποι, στρωματογραφία). Φαίνεται επίσης πως όλα τα νομίσματα είναι δημιούργημα του ίδιου νομισματοκοπείου (εκτός από το Νόμισμα 4). Το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκε μια σφραγίδα για πολλά από τα νομίσματα και το ότι βρέθηκαν σε κοντινή απόσταση από το χώρο παραγωγής τους, μια λογική εξήγηση είναι πως το νομισματοκοπείο θα βρισκόταν στην Λήδρα. Φυσικά δεν βρέθηκαν άλλα νομίσματα τα οποία ανήκουν στη πόλη – βασίλειο της Λήδρας (δεν αποκλείεται αυτός ο θησαυρός να της ανήκει). Οι 36 σίγλοι του θησαυρού της Λήδρας, του μεγαλύτερου και αρχαιότερου στο νησί μέχρι τώρα, θα είχαν μεγάλη χρηματική αξία. Ένα τέτοιο ποσό δεν θα χρησιμοποιείτο για καθημερινές συναλλαγές. Ακόμα, βρέθηκε μέσα σε ένα υφασμάτινο πουγκί, κρυμμένο μάλλον από κάποιον ιδιώτη με σκοπό να διαφυλάξει τα χρήματά του από την φορολογία σε περίοδο ειρήνης ή από κλέφτες κατά την περίοδο της Κυπριακής Επανάστασης (αρχές 5ου αιώνα). Μια άλλη εξήγηση είναι πως οι σίγλοι αποθηκεύτηκαν σε ένα ασφαλισμένο ιερό, το οποίο λειτουργούσε ως τράπεζα (τα ιερά λειτουργούσαν αποτελεσματικά ως τράπεζες) ή δόθηκαν ως ανάθημα σε αυτό το ιερό (λιγότερο πιθανόν λόγω των τομών που δείχνουν την αυθεντικότητα). Η επιβεβαίωση των εικασιών είναι σχεδόν ανέφικτη (Pilides και Destrooper – Georgiades 2008).
Η σπουδαιότητα του θησαυρού έγκειται, πρώτον στο ότι είναι ο αρχαιότερος θησαυρός νομισμάτων του νησιού. Δεύτερον, παρουσιάζονται νέοι τύποι νομισμάτων και τρίτον, είναι η πρώτη φορά που βρέθηκε πλαστό νόμισμα ανάμεσα σε αυθεντικά στην Κύπρο. Το μελαμβαφές κύπελλο από τον Λόφο του Αγίου Γεωργίου και ο θησαυρός επιβεβαιώνουν την πιθανότητα ύπαρξης της πόλης-βασιλείου της Λήδρας πριν τις ανακατατάξεις της Ελληνιστικής Περιόδου (Pilides και Destrooper – Georgiades 2008).
Όσον αφορά την ύπαρξη κάποιου ιερού, φαίνεται πως θα υπήρχε κάποιο σημαντικό ιερό κατά τα Ελληνιστικά χρόνια. Αυτό μαρτυρείται από τα διάφορα ειδώλια και αγάλματα. Στο ιερό θα λατρεύονταν η Αφροδίτη και άλλοι Θεοί (Pilides 2007˙ Michaelides και Pilides 2012).
Στα νότια της θέσης υπάρχουν νεκροπόλεις που χωρίς αμφιβολία συνδέονται με τον οικισμό τον οποίο ορίζουν. Στη νεκρόπολη των Αγίων Ομολογητών οι τάφοι της Κυπροαρχαϊκής περιόδου συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται και κατά την Κυπροκλασσική. Ωστόσο, κατά την Ελληνιστική δημιουργούνται νέοι τάφοι στο δυτικό μέρος της νεκρόπολης. Στους τάφους της νεκρόπολης των Αγίων Ομολογητών της Κυπροαρχαϊκής – Κυπροσκλασσικής περιόδου βρέθηκαν σχετικά φτωχά κτερίσματα, ενώ σε αυτούς της Ελληνιστικής πλουσιότερα. Αντιθέτως στους τάφους του Ιδαλίου κατά την Ελληνιστική περίοδο τα κτερίσματα γίνονται φτωχότερα. Συσχετίζοντας τα ευρήματα από την Νεκρόπολη των Αγίων Ομολογητών, επιβεβαιώνονται όχι μόνο οι ασχολίες των εργαστηρίων του οικισμού, αλλά και την ανθισμένη κοινωνία του 2ου αιώνα π.Χ. Η έλλειψη κτιστών τάφων στην Λευκωσία γενικότερα (όπως αυτοί της Παλαιπάφου, της Αμαθούντας, της Σαλαμίνας, του Κιτίου, του Ιδαλίου, της Ταμασσού και του Κουρείου) υποδεικνύει πως η οικονομία της δεν ήταν το ίδιο πλούσια με τις πόλεις – βασίλεια που είχαν λιμάνια (δηλαδή στα παράκτια του νησιού) ή με αυτές που είχαν πρόσβαση στα χαλκοφόρα στρώματα. Δεν αποκλείεται η ύπαρξη βασιλείου, καθώς και άλλες πολιτείες από το Πρίσμα του Εσαρχαδώνα δεν έχουν κτιστούς τάφους (Pilides 2009).
Στην περιοχή του Παλαιού Δημαρχείου μέχρι το 1981 είχαν βρεθεί 6 τάφοι που χρονολογούνται στα τέλη της Κυπρογεωμετρικής περιόδου και στην Κυπροαρχαϊκή περίοδο (Flourentzos 1981).
Σύμφωνα με τα πιο πάνω, η Λήδρα θα υπήρξε όντως πόλη-βασίλειο κατά την Αρχαϊκή περίοδο. Κατά την Κλασσική, ενώ αρχικά δεν ήταν αρκετές οι αποδείξεις πλέον φαίνεται πως θα είχε ένα πιο σημαντικό ρόλο από αυτόν που πιστευόταν αρχικά, μέχρι βέβαια την κατάλυση όλων των Κυπριακών βασιλείων από τους Πτολεμαίους. Ευτυχώς η μειωμένη αρχαιολογική ορατότητα του Βασιλείου αρχίζει σταδιακά να αυξάνεται (Pilides 2004).
Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα φανερώνουν πως το βασίλειο της Λήδρας (αν υπήρξε) θα ήκμασε, κατά την Αρχαϊκή Περίοδο. Κατά την Ελληνιστική θα έχασε την αυτονομία του σε κάποια άλλη πόλη-βασίλειο ή θα ήταν ένα απλό αστικό κέντρο διαμετακομιστικού χαρακτήρα. Τέλος, κατά την Ελληνιστική, περίοδο θα γνώρισε ξανά την ανάπτυξη υπό τους Πτολεμαίους.
Οι δευτερογενείς και οι πρωτογενείς πηγές, αλλά και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα είναι σχετικά λίγα. Όπως αναφέρει η Ιακώβου, δεν υπάρχουν τεκμήρια υλικά ή επιγραφικά τα οποία επιβεβαιώνουν πως υπήρξε βασίλειο, πέραν του πρίσματος του Εσσαρχαδόνα (Iacovou 2002, 81).
Η Λευκωσία, και κατ’ επέκταση η αρχαία Λήδρα, δεν βρίσκεται κοντά ούτε στην ακτογραμμή του νησιού, ούτε στα χαλκοφόρα στρώματα. Εάν λάβουμε υπόψη μας πως κατά την περίοδο των πόλεων – βασιλείων μια πολιτεία θα μπορούσε να αναπτυχθεί είτε λόγω της πρόσβασης σε περιοχές πλούσιες σε χαλκό, είτε λόγω της εγγύτητας της με την ακτογραμμή (εμπόριο) ή ακόμα και τα δύο, τότε μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η Λήδρα δεν αναπτύχθηκε τόσο όσο άλλες σύγχρονές της πολιτείες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Flourenztos, P. 1981, «Four Early Iron Age Tombs from Nicosia old Municipality», RDAC, Cyprus, 115 – 128.
Flourenztos, P. 1986, «Tomb Groups from the Necropolis of Agioi Omologites, Nicosia», RDAC, Cyprus, 150 – 163.
Iacovou, M. 2002, «From ten to naught: Formation, consolidation and abolition of Cyprus’ Iron Age polities», Cahier du Centre d’études chypriotes 32, 73-87.
Michaelides, D. και D. Pilides 2012, «Nicosia from the beginnings to Roman Ledroi», στο Historic Nicosia, επιμ. D. Michaelides, Nicosia, 1 – 76.
Pilides, D.2003, «Excavations at the Hill of Agios Georgios (PA.SY.DY), Nicosia: 2002 Season Preliminary Report», Report of the Department of Antiquities, Cyprus, 181–200.
Pilides, D. 2004, «Potters, Weavers and Sanctuary Dedications: Possible Evidence from the Hill of Agios Georgios, Nicosia in the Quest for Boundary». Cahier du Centre d’études chypriotes 34: 155 – 172.
Pilides, D. 2007, «The Hill of Agios Georgios, Nicosia: From Ledroi to Leykoton?», στο Proceedings of the International Archaeological Conference: From EvagorasI to the Ptolemies.The Transition from the Classical to the Hellenistic Period in Cyprus, επιμ. P. Flourentzos, Nicosia: Department of Antiquities, Cyprus, 131 – 144.
Pilides, D. 2009 «Evidence for the Hellenistic Period in Nicosia: The Settlement at the Hill of Agios Georgios and the Cemetery of Agii Omologites». Cahier du Centre d’études chypriotes 39, 49 – 68.
Pilides, D. και Α. Destrooper-Georgiades, 2008, «A Hoard of Silver Coins from the Plot on the Corner of Nikokreontos and Hadjopoullou Streets». Report of the Department of Antiquities, Cyprus, 307 – 335.
Pilides, D. και J. – P. Olivier, 2008, «A Black-Glazed Cup from the Hill of Agios Georgios, Lefkosia, Belonging to a “Wanax.”», Report of the Department of Antiquities, Cyprus, 337 – 352.
Παυλίδης, A. 1997, Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου (Με βάση την πρώτη έκδοση του έργου το 1788), Λευκωσία.
Σακελλάριος, Α.Α., 1991 (αυθεντική έκδοση 1890), Τα Κυπριακά, Τόμος Α’, Λευκωσία.
Σατράκη, Α. 2012, Κύπριοι βασιλείς από τον Κόσμασο μέχρι τον Νικοκρέοντα, Αθήνα.
Χατζηιωάννου, Κ. 1971, Η Αρχαία Κύπρος εις τας Ελληνικάς Πηγάς, Τόμος Α’, Λευκωσία.
Χατζηιωάννου, Κ. 1980, Η Αρχαία Κύπρος εις τας Ελληνικάς Πηγάς, Τόμος Δ’, Μέρος Α’, Λευκωσία.
Χατζηιωάννου, Κ. 1992, Η Αρχαία Κύπρος εις τας Ελληνικάς Πηγάς, Τόμος Στ’, Λευκωσία.
Comentários