ΚΟΜΜΟΣ
- Όμιλος Αρχαιολογίας
- 31 juil. 2018
- 4 min de lecture
Σαββίνα Χατζηπαντελή, Απόφοιτoς του ΙΣΑ
Ο Κομμός, στο κέντρο περίπου της νότιας ακτής της Κρήτης, λειτούργησε, αρχικά, ως το λιμάνι της Φαιστού, αλλά μετά την παρακμή της, στην Υστερομινωική ΙΒ περίοδο, εξυπηρετούσε την Αγία Τριάδα, κατά τη διάρκεια της Υστερομινωικής ΙΙ-ΙΙΙ περιόδου (Shaw 2017: 245).
Χρειάστηκαν πάνω από τριάντα χρόνια ανασκαφής και μελέτης, για την ανάδειξη αυτής της σημαντικής θέσης. Το 1976 άρχισε η ανασκαφή της θέσης του Κομμού από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο, υπό την αιγίδα της Αμερικανικής Σχολής των Κλασσικών Σπουδών των Αθηνών. Η ανασκαφή πραγματοποιήθηκε υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Joseph Shaw και της γυναίκας του Maria Shaw.
H θέση του Κομμού πρωτοκατοικήθηκε αραιά ήδη από την Ύστερη Νεολιθική/αρχές Πρωτομινωικής περιόδου (3500-2000 π.Χ.) (Cline 2010: 495). Ο πρώτος μεγάλος αστικός οικισμός στη θέση ιδρύθηκε κατά τη Μεσομινωική ΙΒ περίοδο (1900-1700 π.Χ.) (Shaw 2005: 18). H περίοδος που εκπροσωπείται έντονα στη θέση του Κομμού, είναι η Υστερομινωική. Στην περίοδο αυτή, ανήκουν ένας σημαντικός αριθμός οικιστικών κτιρίων, τα οποία βρίσκονται στην κορυφή του λόφου και στην κεντρική πλαγιά, καθώς και μια σειρά από μνημειώδη κτίρια που βρίσκονται στη χαμηλότερη περιοχή, όπως τα κτίρια Τ, N και P και η οικία X (Tomlinson et al. 2010: 193-194). Σύμφωνα με τον Shaw, το κτίριο Ρ, ίσως ήταν μια πρώιμη μορφή νεωρίων, της Εποχής του Χαλκού και ο χώρος χρησιμοποιείτο για την μακροπρόθεσμη αποθήκευση των πλοίων, κατά τη διάρκεια του χειμώνα (Shaw 1998: 13). Εξίσου σημαντικής σημασίας, μνημειακό κτίριο, είναι το κτίριο Τ, το οποίο περιλαμβάνει μεγάλους λαξευτούς ισοδομικούς λίθους, καθιστώντας το έτσι, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα μνημειακής αρχιτεκτονικής σε όλο το Αιγαίο (Shaw 2005: 30-31).
Όπως αναφέρει ο Shaw (2005: 11, 39), η θέση συνέχισε να κατοικείται μέχρι το τέλος της Υστερομινωικής ΙΙΙΒ, γύρω στο 1200 π.Χ., οπότε μετά την καταστροφή της Κνωσού, περίπου το 1375 π.Χ., σημειώνεται μια περιφερειακή αναβίωση στη Μεσαρά. Ο οικισμός με το τέλος της Εποχής του Χαλκού εγκαταλείπεται. Ωστόσο, από τη Γεωμετρική μέχρι τη Ρωμαϊκή περίοδο, η περιοχή φαίνεται να φιλοξενεί αρκετούς ελληνικούς ναούς, χωρίς να κατοικείται μόνιμα και τελικά, εγκαταλείπεται και ερημώνεται οριστικά μετά τη Ρωμαϊκή περίοδο (Shaw 2005: 11).
Σύμφωνα με τις χημικές αναλύσεις που έγιναν στην κεραμική, ο Κομμός δεχόταν εισαγωγές από διάφορες περιοχές. Αναφέρουν χαρακτηριστικά στο άρθρο τους οι Tomlinson, Rutter και Hoffmann (2010: 194) ότι ο Κομμός κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, ανήκε σ’ένα διεθνές δίκτυο επαφών, όπως πιστοποιείται από την παρουσία εισηγμένης κεραμικής, σε περιοχές εντός και εκτός του Αιγαίου. Συγκεκριμένα, αγγεία που εντοπίστηκαν στη θέση του Κομμού, φαίνεται να προέρχονται από την Hπειρωτική Ελλάδα και νησιά του Αιγαίου όπως, τα Κύθηρα, η Μήλος, η Νάξος και η Θήρα. Περιλαμβάνονται επίσης και περιοχές της Νοτιοδυτικής και Κεντρικής Ανατολίας, της Ιταλίας, όπως η Σικελία, η Σαρδηνία, τα Αιολικά νησιά (Lipari Islands), η Νότια (Subapennine) Ιταλία, η Αίγυπτος, περιοχές της Συρο-Παλαιστινιακής ακτής και η Κύπρος (Watrous 1992: 153-168).
Άλλες σημαντικές εισαγωγές που φαίνεται να έχει ο Κομμός από την Κύπρο, είναι ο χαλκός. Σύμφωνα με τον Shaw, έχουν βρεθεί έξι θραύσματα από τάλαντα χαλκού. Η προέλευσή τους επιβεβαιώνεται από τις χημικές αναλύσεις, των οποίων τα ισότοπα μολύβδου αποκάλυψαν ότι πρόκειται για καθαρό χαλκό από την Κύπρο και πιο συγκεκριμένα από το Απλίκι (Shaw 2014: 236).
Σημαντικά ευρήματα αποτελούν οι δύο λίθινες άγκυρες, που βρέθηκαν σε δεύτερη χρήση, ως βάσεις κιόνων, στο κτίριο Ρ (Shaw 1998: 15). Σύμφωνα με τον Shaw, ο τύπος των αγκυρών με τις τρεις οπές, δεν συναντάται στο Αιγαίο. Αναφέρει ότι, σύμφωνα με γεωλογικές αναλύσεις, πιθανό να προέρχονται από τη Συρία (Ουγκαρίτ), χωρίς να αποκλείεται και η Κύπρος (Shaw 2004: 46). Ο Shaw χρονολογεί τις άγκυρες στον 14ο αιώνα π.Χ. .
Τόσο τα ευρήματα, όσο και η ίδια η θέση του Κομμού, μαρτυρούν την ύπαρξη θαλάσσιου εμπορίου μεγάλων αποστάσεων, που συνέδεε μεταξύ τους λιμενικές και εμπορικές πόλεις, όπως το Tell Abu Hawam στο Ισραήλ, το Ras Shamra, το λιμάνι στο Minet el-Beida στη Συρία, την Έγκωμη, το Κίτιον, το Χαλά Σουλτάν Τεκκέ στη νότια ακτή της Κύπρου, την Ιαλισό και ίσως, την Τροία και την Τίρυνθα στο Αιγαίο (Tomlinson et al. 2010: 194). Αυτά τα εμπορικά δρομολόγια πραγματοποιούνταν από μεγάλα πλοία με τεράστια φορτία, όπως για παράδειγμα το Uluburun και η Άκρα Χελιδονία.
Η θέση του Κομμού κατείχε σημαντικό ρόλο και στη χερσαία διανομή των εισαγωγών προς την ενδοχώρα. Tα εμπορεύματα, τα οποία εισέρχονταν στο νησί από τον Κομμό, διανέμονταν στην ενδοχώρα, με τη βοήθεια γαϊδουριών ή βοδιών που τραβούσαν αμαξίδια. Τέτοια ομοιώματα βρέθηκαν στην Κρήτη, στις θέσεις Φαιστός και Παλαίκαστρο (Shaw 2017: 245). Αναμφίβολα, ο Κομμός δεν αποτελούσε μόνο το κύριο νότιο λιμάνι της Κρήτης, αλλά ήταν ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου.
Βιβλιογραφία
· Shaw, J. W. (2005) Kommos: A Minoan Harbor Town and Greek Sanctuary in Southern Crete, Princeton: The American School of Classical Studies at Athens.
· Tomlinson, J. E. Rutter, J. B. and Hoffmann, S. M. (2010) ‘MYCENAEAN AND CYPRIOT LATE BRONZE AGE CERAMIC IMPORTS TO KOMMOS: An Investigation by Neutron Activation Analysis’, Hesperia: The Journal of the American School of Classical Studies at Athens, Vol. 79, no.2 (April – June 2010), 191-231.
· Watrous, L. V. (1992) Kommos III. The Late Bronze Age Pottery, Princeton University Press.
Comments