top of page
Rechercher

Συνέντευξη του ανθρωπολόγου Δρα Hamish Forbes: Ένα παράθυρο στον κόσμο της Ανθρωπολογίας.

  • Photo du rédacteur: Όμιλος Αρχαιολογίας
    Όμιλος Αρχαιολογίας
  • 31 juil. 2018
  • 4 min de lecture

Χριστιάννα Κελεπέσιη, ΙΣΑ 3ο έτος

Judith Gatt, ΙΣΑ 3ο έτος

Παναγιώτης Θεοδούλου, ΙΣΑ 4ο έτος



Το περασμένο καλοκαίρι, συμμετέχοντας στο ερευνητικό πρόγραμμα ̎Ancient Cities of Boeotia” στην κεντρική Ελλάδα, είχαμε την τιμή να γνωρίσουμε τον διακεκριμένο ανθρωπολόγο Δρα Hamish Forbes. Ο Δρ. Forbes είναι ομότιμος καθηγητής στο τμήμα ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Nottingham της Αγγλίας και διεξάγει ανθρωπολογικές και εθνογραφικές μελέτες στον ελλαδικό χώρο. Κύριο ενδιαφέρον του αποτελούν θέματα που αφορούν την κοινωνία και το περιβάλλον, την αγροτική ζωή αλλά και τη σημασία του τοπίου γενικότερα. Μέσα από τη συνέντευξη μαζί του αποκομίσαμε πολύτιμες γνώσεις για έναν όχι και τόσο διαδεδομένο στο νησί μας επιστημονικό κλάδο, αυτόν της Ανθρωπολογίας. Πιο κάτω σας παραθέτουμε απόσπασμα της συνέντευξης αυτής, προσφέροντάς σας έτσι ένα παράθυρο στον πολυδιάστατο κόσμο της Ανθρωπολογίας.


-Θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα λόγια για τις σπουδές σας και την απόφασή σας να ασχοληθείτε με την Ανθρωπολογία;

Στο λύκειο ήταν αδύνατο να ασχοληθώ με τις θετικές επιστήμες γιατί ήμουν τόσο κακός στα μαθηματικά και έτσι κατέληξα να κάνω αρχαία ελληνικά και λατινικά. Έκανα αίτηση στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και κατά τη διάρκεια της συνέντευξής μου ένας από τους εξεταστές με ρώτησε: «Πήρες D και C στα λατινικά και αρχαία, αλλά Β στην αρχαιολογία μέσα σε ένα χρόνο, σκέφτηκες ποτέ να ακολουθήσεις την κατεύθυνση της αρχαιολογίας;» Η αλήθεια είναι δεν το είχα σκεφτεί ποτέ. Έτσι θα ξέφευγα από την αρχαία φιλοσοφία! (γέλια) Και έτσι αποφάσισα θα αλλάξω την αίτηση μου για αρχαιολογία, παρακάθησα εξετάσεις και πέρασα προς μεγάλη εντύπωση όλων! Έτσι, σπούδασα Αρχαιολογία και Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Δεν μου άρεσε η Ανθρωπολογία και έτσι αποφάσισα το δεύτερο χρόνο να ειδικευτώ στην Αρχαιολογία και το απόλαυσα. Κατόπιν, όταν πήγα στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια γνώρισα έναν ανθρωπολόγο πολύ χαρισματικό που δίδασκε Περιβαλλοντική και Πολιτισμική Ανθρωπολογία – πάντα μου άρεσε η Περιβαλλοντική Ανθρωπολογία. Την περίοδο εκείνη, κάποιος προσέγγισε τον καθηγητή αυτόν και τον ρώτησε αν είχε φοιτητές που ενδιαφέρονταν να συμμετάσχουν σε ένα πρόγραμμα που θα διεξαγόταν στην Ερμιονίδα, στο νότιο Ναύπλιο, για να μελετήσουν τις αγροτικές κοινότητες της περιοχής με σκοπό να κατανοήσουν ευρήματα της ελληνικής αρχαιότητας. Έτσι, αποφάσισα να εκπονήσω τη διατριβή μου στην Ανθρωπολογία και όχι στην Αρχαιολογία. Κατέληξα στο χωριό Μέθανα, κοντά στο νησί Πόρος. Δεν ήταν η κοινότητα της Ερμιονίδας, αλλά ήταν πολύ κοντά σε αυτό και το επέλεξα γιατί διατηρούσε μια πολύ παραδοσιακή γεωργία. Έτσι, κατέληξα με διατριβή στην Ανθρωπολογία, αν και το μεγαλύτερο μέρος της εκπαίδευσης και ειδίκευσής μου ήταν στην Αρχαιολογία.


-Τί βρήκατε πιο ενδιαφέρον τελικά στην πορεία σας στην Ανθρωπολογία;

Το να ζω σε χωριό! Τρία χρόνια έζησα στο Cambridge που είναι μια μικρή πόλη και μετά στη Φιλαδέλφεια. Μεγάλωσα όμως από μικρός στην επαρχία, οπότε πηγαίνοντας εκεί ένιωσα σαν να είμαι σπίτι μου, παρόλο που η γλώσσα και ο πολιτισμός ήταν διαφορετικά. Δεν ήθελα να φύγω!


-Οι άνθρωποι είναι συχνά επηρεασμένοι από τα δικά τους συναισθήματα και σκέψεις. Πιστεύετε ότι αυτό αλλοιώνει τις πληροφορίες που σας δίνουν;

Δύσκολη ερώτηση. Θα έλεγα ότι είναι περισσότερο επηρεασμένες και μεροληπτικές οι πληροφορίες που ψάχνεις, παρά οι πληροφορίες που σου δίνουν. Η Ανθρωπολογία είναι πολύ διαφορετική από την Αρχαιολογία. Στην Αρχαιολογία συνεχώς προσπαθείς να συλλέξεις δεδομένα, να εντοπίσεις το περιεχόμενο και να το αναλύσεις μόνος σου γιατί έχεις πολύ λίγες πληροφορίες. Στην Ανθρωπολογία έρχονται πληροφορίες σε σένα συνεχώς, τόσες πολλές πληροφορίες που κάποιες τις προσπερνάς. Επομένως, το ερώτημα αφορά περισσότερο τι είδους ερωτήματα καταλήγεις να διερευνήσεις και να καταγράφεις. Υπάρχει μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε για ένα μεξικάνικο χωριό από έναν Αμερικανό καθηγητή ο οποίος είχε δημιουργήσει την εικόνα μιας αρμονικής κοινότητας. Όταν έστειλε τους φοιτητές του εκεί, εκείνοι αντιμετώπισαν την εικόνα μιας κοινότητας δυσαρμονικής. Επρόκειτο για την ίδια κοινότητα, την οποία όμως είδαν με διαφορετικούς τρόπους.


-Ο στόχος της Ανθρωπολογίας δεν είναι να εντοπίσει την αλήθεια, αλλά να καταγράψει τις απόψεις και ιδέες των ανθρώπων, σωστά;

Ναι, να τις καταγράψει αλλά και να τις ερμηνεύσει μέσα σε ένα θεωρητικό πλαίσιο, όπως ακριβώς κάνει η Αρχαιολογία.


-Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε στην πορεία σας;

Το να μάθω ελληνικά ήταν μεγάλη πρόκληση.


-Αντιμετωπίσατε όμως κάτι πολύ δύσκολο, όταν για παράδειγμα παίρνατε συνεντεύξεις;

Προσπάθησα να το κάνω να μην είναι δύσκολο και να μετατρέπω τη συνέντευξη σε συζήτηση. Έτσι, κάποιες από τις συνεντεύξεις μου διεξήχθηκαν καθώς στεκόμουν πάνω σε ένα δέντρο και μάζευα ελιές ή κατά τη διάρκεια ενός γεύματος. Διότι όταν είσαι έξω από το χωριό, στα χωράφια, σου αφηγούνται πράγματα επειδή κανένας δεν βρίσκεται εκεί κοντά να τους ακούσει.


-Πώς νιώθετε που έχετε τη δυνατότητα να αντλήσετε πληροφορίες, οι οποίες μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξαφανιστούν μαζί με τους ανθρώπους που τις κατέχουν;

Είναι πράγματι μια μεγάλη ευκαιρία! Και αυτό έγινε ακόμα πιο ξεκάθαρο στα Μέθανα, όταν συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι αυτοί δε βλέπουν τις ζωές τους σαν κάτι σημαντικό, ενώ ξαφνικά έρχεται κάποιος και τους λέει εκτιμώ αυτό που έχετε να μου πείτε, είναι σημαντικό. Και συχνά όταν τους βγάζω φωτογραφία μου λένε: «Θα με δουν σε βιβλίο! Θα μάθουν για τη ζωή μου!». Νιώθουν ότι οι εμπειρίες τους θα παραμείνουν ζωντανές με αυτόν τον τρόπο.


-Τέλος, πείτε μας λίγα λόγια για την εμπειρία σας στη Νότια Ιταλία.

Σε μια περιοχή της Νότιας Ιταλίας που λέγεται Μπόβα μιλούν τη «γραικάνικη» διάλεκτο. Στην Ιταλία, οι άνθρωποι στα βόρεια σε θεωρούν απολίτιστο αν έχεις επισκεφθεί το νότο, πιθανόν επικίνδυνο, και ότι δεν αποτελείς μέρος της ιστορίας των βορείων πόλεων όπως της Βενετίας. Για το λόγο αυτόν, στη νότια Ιταλία δε λένε ότι είναι «νότιοι Ιταλοί», αλλά «Έλληνες». Στις ταμπέλες των οδών είναι γραμμένα τα ονόματα σε λατινικούς αλλά και ελληνικούς χαρακτήρες. Στην πραγματικότητα πολύ λίγοι άνθρωποι μιλούν γραικάνικα αλλά ακόμα εκτιμούν πάρα πολύ την γραικάνικη ταυτότητα, την αρχαία ελληνική ταυτότητα συγκεκριμένα. Υπάρχουν άνθρωποι που έμαθαν νέα ελληνικά και τα μιλούν πολύ καλά. Η γραικάνικη διάλεκτος δεν θεωρώ ότι πέθανε ποτέ, απλώς άλλαξε καθώς νέες ομάδες Ελλήνων εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Υπάρχουν εκεί πολλές Βυζαντινές εκκλησίες και μάλιστα ένα έγγραφο του 16ου αιώνα αναφέρει ότι συνέβη ένας σεισμός τότε επειδή τέλεσαν τη λειτουργία σύμφωνα με το λατινικό τυπικό και όχι σύμφωνα με το βυζαντινό, όπως θα έπρεπε. Επομένως, ακόμα και μετά τον Μεσαίωνα, η βυζαντινή επίδραση ήταν παρούσα στην περιοχή. Μετά, με τα Ορλωφικά του 18ου αι. στην Πελοπόννησο, όπου οι Τούρκοι έκαναν τρομερές ζημιές, ίσως να κάποιοι Έλληνες κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη νότια Ιταλία, αν και δεν έχουμε απτές αποδείξεις. Μετά με τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας πήγαν ενδεχομένως ακόμη περισσότεροι Έλληνες εκεί. Επομένως, Έλληνες έρχονταν συνέχεια, κτίζοντας πάνω σε αυτό που υπήρχε, επηρεάζοντας κατά κάποιον τρόπο μερικά από τα υφιστάμενα στοιχεία του πολιτισμού εκεί.

 
 
 

Comments


© Όμιλος Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου 2018

bottom of page