top of page
Search

Ανασυνθέτοντας τις αρχαίες μεταλλουργικές δραστηριότητες μέσα από τα μεταλλουργικά κεραμικά κατάλοιπ

Maria Hadjigavriel

Updated: Aug 24, 2019





Τα αρχαιομεταλλουργικά κεραμικά συνιστούν μία από τις λιγοστές απτές μαρτυρίες της ενασχόλησης των κατοίκων ενός οικισμού με μεταλλουργικές δραστηριότητες. Σε αντίθεση με τους τύπους κεραμικής καθημερινής οικιακής χρήσης, τα μεταλλουργικά κεραμικά ακριβώς λόγω της χρήσης τους σε διαδικασίες υψηλότερων θερμοκρασιών από τις συνηθισμένες, παρουσιάζουν μια σειρά από ιδιομορφίες ως προς την τεχνολογία κατασκευής τους. Επομένως, η μελέτη τους δε μας παρέχει μόνο πληροφορίες αναφορικά με την προέλευση τους και τις διάφορες εμπορικές σχέσεις όπως αυτές μπορούν να σκιαγραφηθούν συνήθως από τη μελέτη της οικιακής κεραμικής. Επιπλέον, συνιστούν μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών μέσα από τη μελέτη της οποίας, μπορούμε να ανασυνθέσουμε τις μεταλλουργικές δραστηριότητες στις οποίες χρησιμοποιούνταν και να κατανοήσουμε το επίπεδο τεχνογνωσίας των αρχαίων κοινωνιών (Martinón-Torres & Rehren 2014: 109).

Με τον όρο μεταλλουργικά κεραμικά αναφερόμαστε στο σύνολο των κεραμικών καταλοίπων που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή μεταλλουργικών διεργασιών. Οι βασικότεροι τύποι που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα ήταν οι κάμινοι, τα χωνευτήρια, τα ακροφύσια και οι μήτρες. Οι μεταλλουργικές δραστηριότητες απαιτούσαν την επίτευξη αρκετά υψηλών θερμοκρασιών, από 900 μέχρι 1200 °C. Ο πιο συνηθισμένος τύπος πηλού που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή όλων των κεραμικών τύπων, συμπεριλαμβανομένων και των μεταλλουργικών, ήταν ανθεκτικός σε θερμοκρασίες όχι ψηλότερες από 1100 °C, γεγονός που καταδεικνύει τους περιορισμούς που έπρεπε να έχουν υπόψη τους οι αρχαίοι μεταλλουργοί (Martinón-Torres & Rehren 2014: 107-108). Επομένως, αυτό που διαχώριζε τα μεταλλουργικά κεραμικά από τους υπόλοιπους κεραμικούς τύπους ήταν η ειδική επεξεργασία του πηλού τους, με τέτοιο τρόπο ώστε να τα καθιστούσε ανθεκτικά στις υψηλές θερμοκρασίες και τις απότομες εναλλαγές της θερμοκρασίας, αλλά και μηχανικά ισχυρά ώστε να υπομένουν το βάρος του μεταλλεύματος (Craddock 2013: 9). Παρόλα αυτά, κάθε επιμέρους κατηγορία των μεταλλουργικών κεραμικών χρησιμοποιείτο για διαφορετικές μεταλλουργικές δραστηριότητες επιτελώντας μια συγκεκριμένη λειτουργία η οποία αντικατοπτρίζεται στην τυπολογία του κάθε κεραμικού. Για το λόγο αυτό, στο παρόν άρθρο θα εξεταστούν λεπτομερώς και ξεχωριστά τρεις από τους βασικούς τύπους μεταλλουργικής κεραμικής όσον αφορά στην τεχνολογία κατασκευής τους αλλά και τη χρήση τους, χαρακτηριστικά που αποτελούν στενά συνδεδεμένα.

Κατ’ αρχάς, ως καμίνους ορίζουμε τις σχετικά μικρές ακίνητες κυλινδρικές κατασκευές με εσωτερική διάμετρο περίπου 30-50 εκ. και οι οποίες χρησιμοποιούνταν κυρίως για την εξαγωγή του μετάλλου από τα ορυκτά του, αλλά και την τήξη του μετάλλου για τη μετέπειτα χύτευσή του (Freestone & Tite 1986: 36; Martinón-Torres & Rehren 2014: 110). Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι η κάμινος δεν πρέπει να συγχέεται με τους κλιβάνους, τους φούρνους ή τις εστίες. Ο όρος κλίβανοι χρησιμοποιείται για τις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή κεραμικής, οι φούρνοι για το μαγείρεμα και την προετοιμασία φαγητού και οι εστίες αποτελούσαν πιο εφήμερες κατασκευές που λειτουργούσαν σε χαμηλότερες θερμοκρασίες. Αντίθετα, ο όρος κάμινοι αναφέρεται μόνο στις κατασκευές που χρησιμοποιούνταν σε μεταλλουργικές δραστηριότητες (Martinón-Torres & Rehren 2014: 110-111).

Ο έλεγχος της παροχής αέρα συνιστούσε μία από τις πιο σημαντικές παραμέτρους της διαδικασίας εκκαμίνευσης. Από τη μία, έπρεπε να επιτυγχανόταν η διοχέτευση αρκετής ποσότητας αέρα ώστε να εξασφαλισθεί το απαραίτητο για την καύση οξυγόνο, ενώ από την άλλη έπρεπε να μην διοχετευτεί υπερβολική ποσότητα αέρα καθώς αυτή θα επηρέαζε τις οξειδοαναγωγικές συνθήκες. Για το λόγο αυτό, χρησιμοποιούνταν τα ακροφύσια που έλεγχαν τόσο την ποσότητα του αέρα που διοχετευόταν όσο και την κατεύθυνσή του. Οι πιο ψηλές θερμοκρασίες επιτυγχάνονταν μόνο στο κέντρο του φορτίου στο ύψος των ακροφυσίων (Freestone & Tite 1986: 36-37). Τέλος, το πάχος των τοιχωμάτων της καμίνου καθοριζόταν και από τη διάρκεια της κάθε μεταλλουργικής διαδικασίας (Craddock 2013: 11) .

Τα χωνευτήρια συνιστούσαν μια μεγάλη κατηγορία φορητών κεραμικών αγγείων μέσα στα οποία διεξάγονταν υψηλής θερμοκρασίας μεταλλουργικές διεργασίες (Bayley and Rehren 2007: 46). Πέρα από τη χύτευση του μετάλλου, τα χωνευτήρια χρησιμοποιούνταν αρχικά για την εκκαμίνευση και εξαγωγή του μετάλλου από τα ορυκτά του (Rehren 2003: 208), αργότερα από την 1η χιλιετία π.Χ. για την τεχνική διαχωρισμού του χρυσού από τον άργυρο με τη χρήση χλωριούχου νατρίου (τεχνική cementation) (Rehren 2003: 213), αλλά και για την τεχνική της κυπέλλωσης και το διαχωρισμό του αργύρου από τον μόλυβδο (Rehren 2003: 208). Επιπλέον, στη Ρωμαϊκή περίοδο κατά τον 1ο αι. π.Χ. και έπειτα κατά τη Μεσαιωνική περίοδο, χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή κράματος ορείχαλκου (Bayley & Rehren 2007: 51). Τέλος, μετά τις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ., χρησιμοποιούνταν στη νότια και κεντρική Ασία για την παραγωγή χάλυβα και στις αρχές της 2ης χιλιετίας μ.Χ. για την παραγωγή ψευδαργύρου (Rehren 2003: 209-210). Και σίγουρα οι χρήσεις των χωνευτηρίων δεν περιορίζονταν μόνο σε σχέση με τα μέταλλα, καθώς ήταν απαραίτητα και για την παρασκευή γυαλιού ή άλλων τεχνητών χρωστικών (Bayley & Rehren 2007: 46).

Διακρίνονται δύο βασικοί τύποι χωνευτηρίων, οι οποίοι ανάλογα με τον τρόπο διοχέτευσης της θερμότητας σε αυτούς, διαφοροποιούνται ως προς τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, τα προ-ρωμαϊκά χωνευτήρια ήταν αβαθή με ανοιχτά σχήματα και θερμαίνονταν από πάνω (Craddock 2014: 4). Ως εκ τούτου, ο πηλός τους χαρακτηριζόταν από χαμηλή θερμική αγωγιμότητα και ήταν κατασκευασμένα από υλικά μονωτικά ώστε να συγκρατούν τη θερμότητα στο εσωτερικό του χωνευτηρίου. Γι’ αυτό, τα χωνευτήρια που θερμαίνονταν με αυτό τον τρόπο παρουσιάζουν έντονη υαλοποίηση στα εσωτερικά τους τοιχώματα, κυρίως πάνω και μέσα από το χείλος (Bayley & Rehren 2007: 49). Αντίθετα, από τη Ρωμαϊκή περίοδο και εξής, τα χωνευτήρια θερμαίνονται από κάτω ή από τα πλάγια και χαρακτηρίζονται από πιο κλειστά και στενά σχήματα για να μειώνεται η απώλεια θερμότητας. Τα τοιχώματά τους είναι λεπτότερα και πιο πυρίμαχα ώστε να διευκολύνουν τη διέλευση της θερμότητας στο εσωτερικό του χωνευτηρίου όπου βρισκόταν το μέταλλο ή το ορυκτό (Bayley & Rehren 2007: 49 -50). Ακόμη, τα πρωιμότερα γενικά χωνευτήρια απολήγουν στη βάση τους σε στρογγυλές ή μυτερές άκρες προκειμένου να έχουν σταθερότητα όταν τοποθετούνταν πάνω από το σωρό με τα κάρβουνα και για να ενισχυθεί η αντοχή τους στο θερμικό σοκ. Από τον ύστερο Μεσαίωνα και μετά όμως, εμφανίζονται και επικρατούν τα χωνευτήρια με επίπεδες βάσεις, εφόσον πλέον οι εστίες ή οι κάμινοι διέθεταν ειδική σχάρα για την τοποθέτησή τους (Craddock 2014: 5).

Τα ακροφύσια χρησιμοποιούνταν είτε σε συνδυασμό με φυσοκάλαμα ή φυσερά είτε μόνα τους ως αγωγοί με πρωταρχικό ρόλο τη διοχέτευση του αέρα στο εσωτερικό μίας καμίνου ή ενός χωνευτηρίου (Martinón-Torres & Rehren 2014: 110). Η μακροσκοπική μελέτη των ακροφυσίων συμβάλλει στην ανασύνθεση των μεταλλουργικών διεργασιών καθώς αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της. Συγκεκριμένα, ο αριθμός και η διάμετρός τους δηλώνει παράλληλα και τη χρήση τους και κατ’ επέκταση τον τύπο παροχής αέρα κατά τη μεταλλουργική διαδικασία. Για παράδειγμα, ακροφύσια με μικρότερη διάμετρο θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο σε συνάρτηση με φυσερά, ενώ ακροφύσια μεγαλύτερης διαμέτρου θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως αγωγοί διοχέτευσης αέρα ενσωματωμένοι στην περιφέρεια μιας καμίνου (Martinón-Torres & Rehren 2014: 111-112).

Όπως προκύπτει λοιπόν από την πιο πάνω σύντομη επισκόπηση, τα αρχαιομεταλλουργικά κεραμικά είναι συνυφασμένα με την αρχαία μεταλλουργία, ήδη από τις απαρχές της. Η διεπιστημονική και προσεκτική μελέτη τους, μας βοηθά να εξακριβώσουμε και να ανασυνθέσουμε πτυχές και χαρακτηριστικά των μεταλλουργικών δραστηριοτήτων που διαφορετικά θα παρέμεναν άγνωστα σε μας. Επομένως, τα μεταλλουργικά κεραμικά κατάλοιπα που εντοπίζουμε σήμερα, μολονότι συνιστούν στην ουσία τα απορρίμματα των διαφόρων διεργασιών, αποδεικνύουν ότι η σπουδαιότητα της αρχαίας μεταλλουργίας δεν έγκειται μόνο στις μεταλλουργικές διαδικασίες αυτές καθ’ εαυτές, αλλά και στην τεχνογνωσία της κατασκευής των κεραμικών που χρησιμοποιούνταν σε αυτές. Οι αρχαίοι μεταλλουργοί είχαν επίγνωση, ίσως όχι γνωστική αλλά σίγουρα εμπειρική, των μεταλλουργικών διεργασιών που πραγματοποιούσαν και πιο ισχυρή μαρτυρία γι’ αυτό, αποτελεί η ίδια η αρχαιομεταλλουργική κεραμική με την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τη σύνθεσή της, μακροσκοπικά και μικροσκοπικά.


Χριστιάννα Κελεπέσιη, ΙΣΑ 4ο έτος



Βιβλιογραφία:

Bayley, J. and T., Rehren (2007). Towards a functional and typological classification of crucibles. In S. La Niece, D. Hook and P. Craddock (eds.) Metals and Mines: Studies in Archaeometallurgy, 46-55. London: Archetype.

Craddock, P.T. (2013). Refractories: Ceramics with a Purpose. The Old Potter's Almanack, 18(2), 9-20.

Craddock, P.T (2014) Refractories with a purpose II: ceramics for casting. The Old Potter's Almanack, 19(1), 2-17.

Freestone, I.C. & M.S. Tite (1986). Refractories in the Ancient and Preindustrial World. In W.D. Kingery (ed.), High-Technology Ceramics: Past, Present, and Future: The Nature of Innovation and Change in Ceramic Technology, 35-63. Westerville (OH): The American Ceramic Society.

Martinón- Torres, M., & T. Rehren (2014). Technical Ceramics. In B. W. Roberts and C. P. Thorton (Εds.), Archaeometallurgy in global perspective: methods and syntheses, 107-131. New York: Springer.

Rehren, T. (2003). Crucibles as Reaction Vessels in Ancient Metallurgy. In P.T Craddock and J. Lang (eds.) Mining and Metal Production through the ages, 207-215. London: The British Museum Press.

54 views0 comments

Commentaires


© 2023 by The Artifact. Proudly created with Wix.com

bottom of page