Στις 27 Απριλίου του 1941 οι ναζιστικές δυνάμεις έμπαιναν στην Αθήνα (Mazower 1994: 30-31). Λίγους μήνες νωρίτερα ο ελληνικός στρατός είχε αποκρούσει την ιταλική εισβολή στα βουνά της Αλβανίας, γεγονός που δεν μπόρεσε να επαναλάβει και με τη γερμανική εισβολή από τα βόρεια σύνορα της χώρας. Η Κατοχή της Ελλάδας ήταν πλέον γεγονός.
Στο πλαίσιο του ΒΠΠ οι συμμαχικές δυνάμεις στρατολογούσαν μέρος του πληθυσμού της κάθε χώρας προκειμένου να λάβουν μέρος σε μια από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις δυνάμεων που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Η Βρετανία ως αποικιοκρατική δύναμη εκμεταλλεύτηκε αυτή της τη θέση και έδωσε κίνητρα στους κατοίκους των αποικιών προκειμένου να καταταχθούν εθελοντικά στις Συμμαχικές δυνάμεις. Κάποια από αυτά τα κίνητρα ήταν είτε ο μισθός ο οποίος θα λάμβαναν οι εθελοντές, είτε υποσχέσεις για μελλοντική ευόδωση εθνικών αιτημάτων που είχαν. Στην περίπτωση της Κύπρου, οι Βρετανοί ίδρυσαν το Κυπριακό Σύνταγμα το 1939 και αργότερα ιδρύθηκε η Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη (Χατζηκώστας 2004: 37-39).
Έτσι εκατοντάδες Κύπριοι εθελοντές κατατάχθηκαν στις δύο αυτές δυνάμεις προκειμένου να λάβουν μέρος στην πολεμική αναμέτρηση για τους δικούς του λόγους ο καθένας. Για άλλους τα αίτια ήταν οικονομικά, ενώ για άλλους το εθνικό αίσθημα - καθώς οι αριθμοί των ανθρώπων που έσπευσαν να καταταχθούν αυξήθηκε μετά την Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα - και το πατριωτικό καθήκον ήταν αυτό που τους ώθησε στην εθελοντική κατάταξη.
Με την κατάταξη των Κυπρίων στρατιωτών και την αποστολή τους στα διάφορα μέτωπα του πολέμου, μεταξύ άλλων και στην Ελλάδα, άρχισε και η επικοινωνία με τους ανθρώπους τους πίσω στην Κύπρο. Έτσι πολλές εφημερίδες της εποχής δημοσίευσαν στις σελίδες τους γράμματα Κυπρίων εθελοντών προς τους αγαπημένους τους. Ένα από αυτά τα γράμματα είναι και το γράμμα του στρατιώτη Νικόλα Χατζηγεωργή το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Εσπερινή” στις 14 Ιανουαρίου του 1941 (Το όνομα του στρατιώτη είναι δημοσιευμένο στην έκδοση της εφημερίδας “Εσπερινή” στις 14/1/1941, σελίδα 2. Αυτός είναι και ο λόγος που παρατίθεται το όνομα εδώ ολόκληρο και όχι μόνο τα αρχικά του.). Όπως πληροφορούμαστε από τον αρθρογράφο η επιστολή που δημοσιεύεται στην εφημερίδα είναι του “εν Ελλάδι υπηρετούντος εξ Αμμοχώστου στρατιώτου κ. Νικόλα Χατζηγεωργή”, ο οποίος είχε καταταχθεί στο Κυπριακό Σύνταγμα και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα προκειμένου να υπηρετήσει εκεί. Ο Νικόλας Χατζηγεωργή στέλνει την επιστολή στη σύζυγο του προκειμένου να την ενημερώσει για την κατάσταση στο Μέτωπο. Ακολουθεί αναλυτικά το γράμμα του:
“Αγαπητή μου Ελένη, χαίρε,
Είμαι καλά δόξα τω Αγίω Θεώ και έχομεν καλάς προελάσεις. Είδα και τα εξαδέλφια μου, και αυτά, όπως και εγώ, ελπίζομεν να σας συναντήσωμεν συντόμως. Είμαι ευτυχής τώρα διότι υπηρετώ δύο μεγάλες ένδοξες χώρες και πατρίδες, αι οποίαι θα δώσουν εις την ανθρωπότητα τον καλόν δρόμον της ειρήνης. Είναι πτωχόν κράτος η Ελλάς, αλλά με δόξαν και Ιστορίαν. Αλλά και η Αγγλία έχει ευγένειαν και ειλικρίνειαν και έτσι ο Θεός και η Παρθένος της Τήνου δίδουν σήμερον δόξαν και τιμήν εις τα δύο Έθνη, που έχουν τον ίδιον ιερόν σκοπόν και τρέφουν τα ίδια άγια αισθήματα διά την ανθρωπότητα.
Να μη νοιάζεσαι δι’ εμέ, φρόντισε να αναθρέψης τα παιδιά μας όπως πρέπει κι εγώ, με το ίδιον ιερόν αίσθημα που έχουν οι Άγγλοι και οι Έλληνες, θα πολεμήσω και θα σου έλθω μόνο όταν θα είμαι Νικητής”.
Μέσα από αυτές τις λίγες γραμμές της επιστολής του Κυπρίου στρατιώτη μπορεί κανείς να τολμήσει να εξαγάγει κάποια συμπεράσματα αλλά και να κατανοήσει την ανθρώπινη πλευρά μέσα στη δίνη ενός πολέμου.
Αρχικά ο στρατιώτης εκφράζει την θέληση του για την επιστροφή στην πατρίδα του, στη γυναίκα του, στα παιδιά του και στην ειρηνική ζωή. Παρ’ όλα αυτά αναφέρει πως αισθάνεται ευτυχής καθώς υπηρετεί δύο ένδοξες χώρες (και πατρίδες όπως γράφει), κυρίως λόγω της πίστης του σε ένα ανώτερο ιδανικό το οποίο πιστεύει ότι αυτές εξυπηρετούν, το ιδανικό της ειρήνης που Αγγλία και Ελλάδα θα δώσουν στην ανθρωπότητα. Τα οποία δύο έθνη, κατά τον αποστολέα του γράμματος, έχουν δόξα και τιμή και τον ίδιο ιερό σκοπό για την ανθρωπότητα, οποίος δεν είναι άλλος από το σκοπό της ειρήνης.
Κλείνοντας το γράμμα του, ο στρατιώτης επιδεικνύει τον ηρωισμό του καθώς αναφέρει στη γυναίκα του πως δεν προκειται να επιστρέψει πίσω παρα μόνο νικητής ενώ μέσα σε αυτό υπάρχει και η παρότρυνση της ανατροφής των παιδιών του “όπως πρέπει”. Πιθανόν μέσα του να αισθανόταν πως πολεμώντας έκανε το χρέος του απέναντι στα παιδιά του αλλά και σε όλα τα παιδιά του κόσμου καθώς πολεμούσε για την ειρήνη.
Κλείνοντας, εξάπτει την ιστορική περιέργεια αν ο στρατιώτης αυτός λίγα χρόνια μετά τη λήξη του ΒΠΠ θα είχε για τους Άγγλους την ίδια άποψη, την άποψη του έθνους που έχει “ιερό σκοπό και τρέφει άγια αισθήματα για την ανθρωπότητα”. Πιθανόν οι απόψεις του αυτές να στηρίζονταν στις υποσχέσεις των Άγγλων για ευόδωση του εθνικού αιτήματος των Κυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα, η οποία θα συνέβαινε μετά τη λήξη του πολέμου. Υποσχέσεις που έμειναν στα λόγια όπως γνωρίζουμε και οδήγησαν στον αγώνα της ΕΟΚΑ του ’55-’59.
Όπως και να έχει πάντως το ίδιο το γράμμα παρουσιάζει από μόνο του ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον καθώς μας δείχνει τις σκέψεις και τα συναισθήματα ενός ανθρώπου που βρισκόταν στο Μέτωπο, ενώ παράλληλα μας πληροφορεί για το σθένος, τον ηρωισμό και την ανδρεία του καθώς και για τις ενδόμυχες σκέψεις του κατά τη διάρκεια μιας εποχής βαρβαρότητας.
Χρυσόστομος Βουλγαρόπουλος
Ιστορίας & Αρχαιολογίας, 4ο έτος
Βιβλιογραφία
Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών [Λευκωσία, Κύπρος] Αρχείο Εφημερίδων. Εφημερίδα “Εσπερινή”, 14/1/1941, 1.
Mazower, Marc (1994). Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Χατζηκώστας, Κορνήλιος (2004). Το ΟΧΙ της Κύπρου το '40. Λευκωσία: Power Publisher.
Comments