Στην επαρχία Uppland στην Ανατολική Σουηδία, ένας άντρας περιαυτολογεί πως ήταν "στην Ελλάδα, αρχηγός της ακολουθίας" ("Var a Grikklandi, vas liðs forungi") μέσω της επιγραφής του ρουνικού λίθου U112. Παράλληλα, στην επαρχία Södermanland, τρία αδέλφια ανήγειραν τον λίθο Sö170 για να μνημονεύσουν τον πατέρα τους, ο οποίος πέθανε μακρυά απ' την πατρίδα του, βρισκόμενος "με τους Έλληνες" ("Hann með Grikki varð"). Αυτά είναι μόνο δύο παραδείγματα από τους επονομαζόμενους Ελληνικούς Ρουνικούς Λίθους (Greklandsstenarna, στο εξής ΕΡΛ) του ενδεκάτου αιώνα. Οι εν λόγω λίθοι, μέσω των οποίων μνημονεύονται άτομα που ταξίδεψαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αποκαλύπτουν και αντανακλούν διάφορες πτυχές των Βυζαντινο-Σκανδιναβικών σχέσεων. Στο ακόλουθο άρθρο παρατίθεται μια περίληψη των συμπερασμάτων και των προβλημάτων που προκύπτουν από τη μελέτη των ΕΡΛ, μαζί με μια αναγνώριση του ιστορικού και πολιτισμικού πλαισίου στο οποίο δημιουργήθηκαν.
Οι επαφές των Σκανδιναβών με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι γνωστές κυρίως μέσα από Βυζαντινά συγγράμματα, εμπορικές συμφωνίες, και το Ρωσικό Πρώτο (ή Νεστοριανό) Χρονικό, ένα χρονικό της ιστορίας των Ρως που γράφτηκε στις αρχές του δωδεκάτου αιώνα στην Παλαιοσλαβική γλώσσα. "Ρως" ήταν το εθνονύμιο που δόθηκε από τους Βυζαντινούς στους Σκανδιναβούς που κατοικούσαν σε εμπορικές αποικίες (garðar) στην Ανατολική Ευρώπη (B. Benedikz & S. Blöndal 1979: 1). Παρόλο που οι Ρως σταδιακά αφομοιώθηκαν με τους τοπικούς Σλαβικούς πληθυσμούς, έμποροι και μισθοφόροι εξακολουθούσαν να εισέρχονται στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία απευθείας από τη Σκανδιναβία, διασχίζοντας τους ποταμούς Βόλγα, Δνείπερο και Δνείστερο. Φθάνοντας στην Κωνσταντινούπολη, οι Σκανδιναβοί έμποροι μπορούσαν να διαμείνουν στην εμπορική συνοικία του Αγίου Μάμαντος. Οι Σκανδιναβοί μισθοφόροι για πολλά χρόνια απάρτιζαν την πλειοψηφία του Τάγματος των Βαράγγων, που αποτελούσε την προσωπική φρουρά του Αυτοκράτορα (Ibid: 1-14, 32-166, 177-192).
Μερικές αναφορές στις Βυζαντινο-Σκανδιναβικές σχέσεις γίνονται και σε σκανδιναβικά ιστορικά συγγράμματα του δωδεκάτου και δεκάτου τρίτου αιώνα, στις διηγήσεις που αφορούν τον Νορβηγό διοικητή των Βαράγγων και μετέπειτα βασιλιά της Νορβηγίας Haraldr harðráði, και τον επίσης Νορβηγό βασιλιά-προσκινητή Óláfr Tryggvasson (Ibid: 54-102· Jakobsson 2016: 350-352). Αυτές οι διηγήσεις δημιούργησαν ένα πρότυπο λογοτεχνικής απεικόνισης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το οποίο αναβιώνει μέσα από τη μεταγενέστερη σκανδιναβική λογοτεχνική παράδοση. Μέσω αυτού του προτύπου τονίζονται οι πνευματικοί, πολιτιστικοί και στρατιωτικοί δεσμοί του Βορρά και της Αυτοκρατορίας (Barnes 2009· Jakobsson 2016). Πέραν αυτών, διάφορα τέχνεργα, κοσμήματα, νομίσματα, σφραγίδες και κομμάτια μεταξιού βυζαντινής προέλευσης μπορούν να εντοπιστούν σε σκανδιναβικά αποθέματα θησαυρών και πολυτελείς ταφές στη Δανία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία, τη Ρωσία και την Ουκρανία (Androshchuk 2013· Vedeler 2014).
Βρισκόμενες στις επαρχίες Uppland, Södermanland, Östergötland, Västergötland και Småland, και στο νησί Gotland (Σχδ. 1), οι τριάντα στο σύνολο σουηδικοί ΕΡΛ αποτελούν ακόμη ένα τεκμήριο των ταξιδιών των Σκανδιναβών προς τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η τοποθεσία τους δεν αποτελεί έκπληξη· η παράδοση της μνημόνευσης μέσω ρουνικών λίθων ήκμαζε στην Ανατολική Σουηδία κατά τον ενδέκατο αιώνα. Επίσης, ο αριθμός των λίθων δεν ανταποκρίνεται σε καμία περίπτωση στο σύνολο των Σουηδών που ταξίδεψαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η πρωταρχική λειτουργία των λίθων ήταν η διευθέτηση διαμαχών περί κληρονομίας, εφόσον η ανέγερσή τους χρηματοδοτείτο από τους οικείους του νεκρού, οι οποίοι θα αναλάμβαναν τη διαχείριση της περιουσίας του, και των οποίων το όνομα αναγράφετο στον λίθο (Sawyer 2000: 68-69, 116-123).
Με αυτή την προσέγγιση, οι ΕΡΛ φανερώνουν περισσότερα για τις οικογένειες των μνημονευομένων και τις ανησυχίες τους για την κληρονομία, παρά για τους ίδιους τους νεκρούς. Ωστόσο, δεν μπορεί να αγνοηθεί το ότι οι ΕΡΛ (μαζί με τους λίθους που είναι αφιερωμένοι σε ταξιδιώτες με προορισμό την Αγγλία) αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα μνημόσυνων λίθων για ταξιδιώτες σε όλη τη Σκανδιναβία. Σε συνδυασμό με την ανεύρεση πολυτελών βυζαντινών αντικειμένων σε ταφές των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων (Androshchuk 2013· Vedeler 2014), και με τη μελλοντική μεγαλοπρεπή απεικόνιση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην επική και ρομαντική σκανδιναβική λογοτεχνία, η άποψη ότι η σύνδεση ενός ατόμου με το Βυζάντιο τού προσέδιδε κύρος δεν είναι καθόλου παράλογη (Jakobsson 2016: 353).
Παρόλο που μερικοί ΕΡΛ έχουν καταστραφεί, διασώζονται σχέδιά τους. Οι μορφές και τοποθεσίες των εναπομεινάντων λίθων ποικίλουν. Κάποιοι είναι αναγερμένοι στα εδάφη παλαιών κτημάτων και εκκλησιών, άλλοι κοντά σε μονοπάτια, ενώ οι μικρότεροι τοποθετήθηκαν στα θεμέλια, τους τοίχους ή τα πατώματα εκκλησιών και κτηρίων. Μπορούν να φτάσουν ύψη από 8.5 cm μέχρι 3.45 m και πλάτη από 4.5 cm μέχρι 1.62 m, και είναι κυρίως κατασκευασμένοι από αμμόλιθο και γρανίτη. Οι επιγραφές των ΕΡΛ έχουν την τυποποιημένη μορφή:
"Ο/η/οι [όνομα/ ονόματα] ανήγειρε/αν αυτόν το λίθο/ μνημείο για τον/την [όνομα + βαθμός συγγένειας].".
Η μνημόνευση συχνά ακολουθείται από μια αναφορά στο επάγγελμα, τις δραστηριότητες και τις συνθήκες θανάτου του μνημονευομένου, ενώ κάποιες φορές παρατίθεται ένα σύντομο εγκώμιο ή μια ευχή για τη σωτηρία της ψυχής του νεκρού.
Ορισμένες επιγραφές φέρουν διακοσμητικά στοιχεία (όπως σταυρούς και μοτίβα σε σχήμα φιδιού), ή την υπογραφή ορισμένων γνωστών επαγγελματιών χαρακτών ρούνων. Μέσω της χρονολόγησης της διακόσμησης και της τεχνοτροπίας των χαρακτών, συμπεραίνεται ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν κατά τον ενδέκατο αιώνα, κυρίως στις δεκαετίες 1030-1050, ενώ δεν αποκλείεται κάποιες να χαράχτηκαν στις αρχές του δωδεκάτου αιώνα (Källström 2016: 176-185). Αυτή η χρονολόγηση συμπίπτει με το ζενίθ της Σκανδιναβικής παρουσίας στο Τάγμα των Βαράγγων (Jakobsson 2016: 353).
Καθώς πολλές επιγραφές είναι φθαρμένες ή λακωνικές, δεν παρέχονται αρκετές πληροφορίες για τους μνημονευόμενους ταξιδιώτες. Παρατηρείται ότι οι ταξιδιώτες ήταν άντρες διαφόρων ηλικιών και οικογενειακών καταστάσεων, ενώ η πλειοψηφία τους ήταν Χριστιανοί. Σε λίγες περιπτώσεις γίνεται αναφορά στις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, όπου διαφαίνεται η απασχόλησή τους με τη μισθοφορική επιστράτευση και το εμπόριο (Σχδ. 2). Η αμφιλεγόμενη επιγραφή του λίθου U136 ίσως να αναφέρεται σε προσκυνητή με προορισμό τους Αγίους Τόπους· εναλλακτικά, ο μνημονευόμενος μπορεί να ήταν μισθοφόρος που συμμετείχε σε μία Βυζαντινή εκστρατεία στα Ιεροσόλυμα (Σχδ. 3) (Benedikz & Blöndal 1979: 63-65· Jesch 2001: 66-67).
Η συντριπτική πλειοψηφία των ταξιδιωτών πέθανε στην Ελλάδα, ενώ μόλις δύο αναγράφεται πως επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Σε οκτώ περιπτώσεις αναφέρεται πως ο μνημονευόμενος "ταξίδεψε" ή "πήγε" στο Βυζάντιο, χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ότι πέθανε εκεί (Σχδ. 2). Αυτό ενισχύει το επιχείρημα του κύρους που συνεπάγετο με μία επίσκεψη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, καθώς το ότι κάποιος "πήγε" στο Βυζάντιο θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως εγκώμιο, και όχι προσδιορισμός των συνθηκών θανάτου του.
Ενδιαφέρον προκαλούν οι όροι "Grikkland" και "Grikkir" ("Ελλάδα" και "Έλληνες"), οι οποίοι χρησιμοποιούνται για τον χαρακτηρισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τον υπηκόων της (Jakobsson 2016: 347). Αυτό φαίνεται παράδοξο, καθώς οι ίδιοι οι Βυζαντινοί αυτοπροσδιορίζονταν ως "Ρωμαίοι". Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι Σκανδιναβοί, μέσω των επαφών τους με τους Σλάβους στα ανατολικοευρωπαϊκά garðar, αφομοίωσαν στη γλώσσα τους το Παλαιοσλαβικό εθνονύμιο Gr'kŷ ή Grechnikŷ. Εντούτοις, στις ΕΡΛ δεν διαφαίνεται κανένα τοπωνύμιο που να αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη επαρχία ή πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σε αντίθεση με ρουνικούς λίθους που μνημονεύουν ταξιδιώτες με προορισμούς στη Σκανδιναβία ή την Αγγλία. Αυτό πιθανόν φανερώνει την άγνοια των Σουηδών για τη γεωγραφία και εθνογραφία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ή για τον ακριβή προορισμό του μνημονευόμενου ταξιδιώτη. Παράλληλα, η παρουσία μιας ανάλογης γεωγραφικής ασάφειας στις λογοτεχνικές αναφορές στο Βυζάντιο εντείνει την ιδέα πως έστω και μια ασαφής σύνδεση με την Αυτοκρατορία μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη εντύπωση (Ibid: 353).
Η σύνδεση των απομονωμένων σκανδιναβικών κοινοτήτων με ένα προεξέχον κέντρο δύναμης, όπως η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σήμαινε μια εκ των πραγμάτων αναβάθμιση κύρους, ενώ η αδιαφορία του Βορρά για γεγονότα όπως το Σχίσμα και η Τέταρτη Σταυροφορία συνέβαλε στην απρόσκοπτη διατήρηση της αντίληψης της Αυτοκρατορίας ως Κοσμοκράτειρας (Ibid: 357-360· Barnes 2009: 92-93). Με αυτό το σκεπτικό, οι ΕΡΛ, πέρα από πρακτικά εργαλεία διευθέτησης περιουσιακών ζητημάτων, αποτελούν μαρτυρίες αυτής της αντίληψης, η οποία είναι αρχαιολογικά και λογοτεχνικά επαληθεύσιμη. Οι πληροφορίες που παρέχουν για τους ταξιδιώτες, αν και περιορισμένες, είναι απολύτως συμβατές με ιστορικές μαρτυρίες της παρουσίας και της δράσης των Σκανδιναβών στο Βυζάντιο. Σε μελλοντική μελέτη, μια αναλυτική σύγκριση των ΕΡΛ με άλλους σκανδιναβικούς ρουνικούς λίθους θα μπορούσε να φέρει στο φως νέα στοιχεία σχετικά με τους μνημονευόμενους και τις οικογένειές τους, όπως και με τη σημασία και την αξία των ιδίων των ΕΡΛ μέσα στο περιβάλλον τους. Ίσως, με αυτόν τον τρόπο, να γίνει αντιληπτή η σημασία μιας σχέσεις δύο λαών οι οποίοι, παρά την απόστασή τους, προσέφεραν πολλά ο ένας στον άλλο, τόσο στρατηγικά, όσο και πολιτισμικά.
Αγνή Αγάθη Κ. Παπαμιχαήλ Πτυχίο στην Ιστορία και Αρχαιολογία - Ιστορία Πανεπιστήμιο Κύπρου
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Androshchuk, F. (2013), 'Byzantium and the Scandinavian World in the 9th-10th Century: Material Evidence of Contacts' στο L. Bjerg, J. H. Lind and S. M. Sindbæk (επιμέλεια), From Goths to Varangians - Communication and Cultural Exchange between the Baltic and the Black Sea, 147-191, Aarhus.
Barnes, G. (2009), 'Byzantium in the riddarasögur', παρουσίαση στο 14th International Saga Conference, 9-15 Αυγούστου, 92-98.
Blöndal, S. (1979), The Varangians of Byzantium, μετάφραση και επιμέλεια B. Benedikz, Cambridge.
Jakobsson, S. (2016), 'The Varangian Legend: Testimony from the Old Norse Sources' στο F. Androshchuk, J. Shepard and M. White (επιμέλεια), Byzantium and the Viking World, Uppsala, 345-360.
Jesch, J. (2001), Ships and Men in the Late Viking Age - The Vocabulary of Runic Inscriptions and Skaldic Verse, Suffolk.
Källström, M. (2016), 'Byzantium reflected in the Runic Inscriptions of Scandinavia' στο F. Androshchuk, J. Shepard and M. White (επιμέλεια), Byzantium and the Viking World, Uppsala, 169-186.
Sawyer, B. 2000, The Viking-Age Rune-Stones - Custom and Commemoration in Early Medieval Scandinavia, Oxford.
Vedeler, M. (2014), Silk for the Vikings, Oxford.
Comments