Ο οξυπύθμενος αμφορέας της Ρόδου ήταν αρκετά διαδεδομένος τύπος δοχείου μεταφοράς στον ελληνικό χώρο (Grace 1979: 9). Ο τύπος αμφορέα της Ρόδου εμφανίζεται στον αρχαίο κόσμο στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., περίοδο στην οποία αρχίζει το νησί να συμμετέχει ενεργά στο εμπόριο το κρασιού (Monachov 2007: 69). Έντονες είναι οι διάφορες τυπολογικές αλλαγές στην πάροδο του χρόνου, στις οποίες παρατηρείται σταθεροποίηση του σχήματος τον 3ο αι. π.Χ. με μικρές διαφοροποιήσεις και γίνεται χρήση του σχήματος μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους (Monachov 2007: 70). Η ανάπτυξη και η διάδοση του ροδιακού αμφορέα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό της δυναμικής στην κατασκευή από τα εργαστήρια και την εμπορική δραστηριότητα μεγάλων αποστάσεων.
Κατά την Κλασική και Ελληνιστική περίοδο, την χρονολόγηση των αμφορέων διευκολύνει η διαδεδομένη συνήθεια των κεραμέων να σφραγίζουν τον αμφορέα, ενώ ο τύπος και η μορφή του αμφορέα παρέμεναν πανομοιότυπα σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο. Με την σφράγιση παρατηρείται η δημιουργία ενός παγκόσμιου χαρακτήρα, αφού κάθε περιοχή σφράγιζε το προϊόν, κάτι που λειτουργούσε ως σήμα κατατεθέν για την πόλη (Monachov 2007: 69). Για τους ροδιακούς αμφορείς η πρακτική της σφράγισης φαίνεται να εμφανίζεται στο νησί τον 3ο αι. π.Χ., όπου και διαρκεί για δυόμιση περίπου αιώνες και εγκαταλείπεται κατά την εποχή του Αυγούστου (Monachov 2007: 70).
Για την σφράγιση των ροδιακών αμφορέων χρησιμοποιούν τα δύο εμβλήματα που βρίσκονται και στο νόμισμα. Αυτά είναι το «ρόδον» (τριαντάφυλλο) ή ο ακτινωτός θεός Ήλιος (Grace 1979: 10). Οι σφραγίδες των οξυπύθμενων αμφορέων της Ρόδου περιλαμβάνουν τρία βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία του ονόματος. Τα περισσότερα δείγματα σφραγισμένων ροδιακών αμφορέων προέρχονται πιο συχνά και σε μεγαλύτερο βαθμό από τη Μεσόγειο και από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, σε σχέση με άλλα κέντρα παραγωγής. Η ανεύρεση μεγάλου αριθμού ενσφράγιστων ροδιακών αμφορέων προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών για τη μελέτη τους όσον αφορά στην χρονολόγηση αλλά και στην ανάπτυξη χρονολογικών συστημάτων βάση των σφραγισμάτων (Monachov 2005: 69).
Η πρώτη τυπολογική σειρά ροδιακών αμφορέων παρατηρείται από την Ελληνιστική περίοδο. Τον 3ο αι. π.Χ. εισάγεται η πρακτική της σφράγισης και διαρκεί μέχρι το τέλος του 1ου αι. π.Χ. Αυτή την περίοδο γίνεται η τυποποίηση του σχήματος και της μορφής και μπορούν να παρατηρηθούν οι αλλαγές στην μορφή του αμφορέα. Η χρονολόγηση των ροδιακών αμφορέων βασίζεται στις σφραγίδες (Monachov 2007: 70).
Η πρώτη τυπολογική σειρά ροδιακών αμφορέων παρατηρείται κατά την Ελληνιστική περίοδο. Σύμφωνα με τον Monachov, κατά την Κλασική και Ελληνιστική περίοδο παρατηρούνται δύο τύποι αμφορέων, που χωρίζονται βάση των μορφολογικών χαρακτηριστικών τους. Ταξινομούνται σε αμφορείς με ψηλό λαιμό (Τύπος 1) και κοντό λαιμό (Τύπος 2) (Monachov 2007: 71).
Ο Τύπος 1 εμφανίζεται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και για ένα μικρό χρονικό διάστημα συνυπήρχε με τον Τύπο 2. Μέχρι το τέλος του 3ου αι. π.Χ. ήταν ο μοναδικός τύπος αμφορέα που κατασκευάστηκε στη Ρόδο και συνέχισε να εξελίσσεται σταθερά για περίπου δύο αιώνες (Monachov 2007: 71).
Ο Τύπος 2, εμφανίζεται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Βασικά χαρακτηριστικά του τύπου είναι η επιμήκης μορφή που προκύπτει από τον κοντό λαιμό και το τριγωνικής διατομής χείλος. Ωστόσο, έχουν βρεθεί ελάχιστα παραδείγματα του τύπου αυτού, αφού η παραγωγή του Τύπου 2 ήταν βραχύβια. Γι’ αυτό τον λόγο δεν ήταν δυνατόν να εντοπιστούν διαφορετικές παραλλαγές (Monachov 2007: 72).
Κατά την διάρκεια της εμφάνισης του τύπου 1 αμφορέα, παρατηρήθηκαν επανειλημμένες τροποποιήσεις στο σχήμα. Οι αλλαγές των μορφολογικών χαρακτηριστικών επιτρέπουν στην υποδιαίρεση του τύπου 1 σε έξι διαδοχικές παραλλαγές. Οι παραλλαγές αυτές είναι: Παραλλαγή 1-A (Κερύνεια), Παραλλαγή 1-Β (Κορώνη), Παραλλαγή Ι-C (Μυρμήκιον), Παραλλαγή Ι-D (Pietroiu), παραλλαγή Ι-Ε (Villanova) η οποία χωρίζεται σε δύο υποομάδες: πρώιμη (Ι-Ε-1) και η ύστερη (Ι-Ε-2), και η τελευταία παραλλαγή Ι-F (Αλεξανδρινή) (Monachov, 2007: 71-72).
Οι αμφορείς του τύπου 2 (τύπου Benachi) αποτελούνται από διάφορα μορφολογικά χαρακτηριστικά που είναι ασυνήθιστα για τη Ρόδο. Για παράδειγμα το μεγάλο κωνικό σώμα, το ψηλό χείλος τριγωνικής διατομής και το κομβίο στη βάση. Τα διαγνωστικά τμήματα του τύπου αυτού ακολουθούν τα χαρακτηριστικά της παραλλαγής της Κερύνειας, αλλά διαφέρει η μορφή του σώματος. Αμφορείς του τύπου Benachi βρέθηκαν μόνο αποσπασματικά και γι’ αυτό είναι δύσκολο να καθοριστεί η χρονολογία εμφάνισης. Η παραγωγή του τύπου Benachi φαίνεται να είναι σχετικά βραχύβια, αφού περιορίζεται στο πρώτο τρίτο του 3ου αι. π.Χ., όπου στη συνέχεια σταμάτησε η παραγωγή και στην Ρόδο ακολούθησε μια μακροχρόνια παράδοση κατασκευής αμφορέων τύπου 1 (Monachov 2007: 86, 88).
Η χρονολόγηση των σφραγίδων των ροδιακών αμφορέων εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από μια μεγάλη συλλογή σφραγίδων (900 σφραγίδες), που βρέθηκαν στη Πέργαμο το 1886 και είναι γνωστή ως η «απόθεση της Περγάμου». Οι περισσότερες ροδιακές σφραγίδες χρονολογούνται το 210 – 175 π.Χ. Τα δύο σημεία που διευκόλυναν την χρονολόγηση των σφραγίδων ήταν από την μια οι καλές σχέσεις μεταξύ της Ρόδου και της Περγάμου και η Ροδιακή Φρουρά στην Κνίδο μεταξύ το 188 και 167 π.Χ. (Lawall 2002: 295). Η «Απόθεση της Περγάμου» μαρτυρεί τις στενές εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Περγάμου και της Ρόδου μεταξύ του 220 και 180 π,.Χ. (Lawall 2002: 296). Η ανασκαφή της απόθεσης έγινε τον Σεπτέμβριο του 1886 και η δημοσίευση των ενσφράγιστων λαβών έγινε από τον Schuchhardt το 1895. Οι λαβές βρέθηκαν μέσα σε θεμέλια και το κτήριο χρονολογείται μεταξύ των περιόδων βασιλείας των Αττάλων Ι (241 – 197 π.Χ.) και των Ευμενίδων (197 – 159 π.Χ.), που μαρτυρούν έντονες εμπορικές επαφές με την Ρόδο και την Πέργαμο (Lawall 2002: 300).
Αξιοσημείωτο αποτελεί το γεγονός ότι οι ενσφράγιστοι ροδιακοί αμφορείς βρέθηκαν σε μεγάλο αριθμό στις περισσότερες περιοχές της Κύπρου που διεξήχθησαν συστηματικές ανασκαφές, όπως Σαλαμίνα, Κίτιο, Κούριο και Νέα Πάφο. Για παράδειγμα στο Κίτιο – Παμπούλα, στη Λάρνακα, οι 102 λαβές από αυτές που βρέθηκαν ήταν Ροδιακές με ελληνικές επιγραφές (Hall 1885: 389). Επίσης, στη Σαλαμίνα τα ¾ των ενσφράγιστων λαβών είναι ροδιακές, στο Κούριο καταλογογραφήθηκαν 146 ροδιακές λαβές. Οι σφραγίδες στις λαβές ποικίλουν όσο αφορά το περιεχόμενο. Μερικές φορές φέρουν το όνομα του επώνυμου άρχοντα, το όνομα του μήνα, το όνομα του κατασκευαστή, του ιδιοκτήτη του εργαστηρίου και ένα έμβλημα. Στη Νέα Πάφο τα 4/5 των σφραγίδων που δημοσίευσε η Zofia Sztetyllo είναι από τη Ρόδο. Η πληθώρα του ροδιακού υλικού στο νησί οφείλεται μάλλον σε πολιτικούς λόγους και στην προνομιούχα θέση που κατείχε η Ρόδος μέσα στο Πτολεμαϊκό κόσμο, αφού και η Κύπρος ήταν μέρος των Πτολεμαίων κατά την Ελληνιστική περίοδο.
Στη Νέα Πάφο βρέθηκαν αρκετοί ροδιακοί αμφορείς ακέραιοι σε λαξευτούς τάφους, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν ως κτερίσματα. Συνολικά έχουν εντοπιστεί πάνω από 130 ροδιακοί αμφορείς που βρέθηκαν σε τάφους και που διατηρούν και τις δύο λαβές τους, ένας αριθμός ιδιαίτερα ψηλός, μια και οι γνωστοί ακέραιοι ροδιακοί αμφορείς από όλο τον αρχαίο κόσμο, δεν φτάνουν καν τους χίλιους (Μιχαηλίδης 1990: 188-190).
Η παραγωγή και ο τρόπος κατασκευής συνάδει με τους ίδιους τρόπους αλλά και τάσεις που παρατηρούνται σε άλλα κέντρα παραγωγής. Οι ροδιακοί αμφορείς χωρίζονται σε δύο τύπους από το πρώτο τρίτο του 3ου αι. π.Χ. Ο τύπος 1 διακρίνεται από τον μακρύ λαιμό, ενώ ο τύπος 2 από τον κοντό λαιμό. Οι δύο τύποι συνυπάρχουν και η παραγωγή γίνεται ταυτόχρονα.
Στο τέλος του δευτέρου τετάρτου του 3ου αιώνα π.Χ., ο τύπος 1 υπερισχύει και καθιερώνεται ως το βασικό τύπο του ροδιακού αμφορέα. Το μοντέλο αυτό, κατά τη διάρκεια των δύο αιώνων τροποποιείται και δημιουργούνται πολλές παραλλαγές. Οι αλλαγές αυτές παρατηρούνται στο χείλος, τους ώμους, τις λαβές και το πόδιο. Με την παρουσία των αλλαγών μπορεί εύκολα να διαφανεί η ακολουθία της εξέλιξης των μορφών. Η κορύφωση του Ροδιακού αμφορέα παρατηρείται στο δεύτερο μισό του 3ου αι. και στο πρώτο μισό του 2ου αι. .Χ., όπου αντιστοιχεί στην Παραλλαγή Villanova. Αυτό πιστοποιείται μέσα από την μαζική παραγωγή του τύπου, αλλά και τις σφραγίδες.
Η χρονολόγηση των ροδιακών αμφορέων προσέλκυσε το ενδιαφέρον διαφόρων ερευνητών οι οποίοι έδωσαν και διαφορετικές χρονολογήσεις. Ωστόσο, μέσα από την συνεχή μελέτη των τύπων του ροδιακού αμφορέα μπορεί να αποκτηθεί μια πιο ακριβής χρονολογική σειρά, όσον αφορά κυρίως μεταγενέστερες περιόδους. Έχουν βρεθεί περισσότερα από 200.000 δείγματα ροδιακών αμφορέων σε θέσεις της Μαύρης Θάλασσας και Μεσόγειο. Ωστόσο, σύμφωνα με την Grace, ένας μεγάλος αριθμός ροδιακών λαβών είναι αδημοσίευτοι (Grace 1953: 117), και επομένως απαιτείται ακόμα συνέχιση της έρευνας αναφορικά με την εξέλιξη των ροδιακών αμφορέων και την εύρεση εργαστηρίων παραγωγής, σε μια προσπάθεια κατανόησης του ρόλου που έπαιξαν οι αμφορείς στο εμπόριο των μεταγενέστερων περιόδων.
Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Απόφοιτη φοιτήτρια ΙΣΑ
Βιβλιογραφία
Grace V.R. (1979). Amphoras and the Ancient Wine Trade, 2 èd., Princeton, (Excavations of the Athenian Agora. Picture Book 6).
Hall, I.H., (1885). The Greek Stamps on the Handles of Rhodian Amporae, found in Cyprus, and now in the Metropolitan Museum of New York. Journal of the American Oriental Society. 11. (pp. 389 – 396).
Lawall, M. L., (2002). Early Excavations at Pergamon and the Chronology of Rhodian Amphora Stamps. Hesperia: The Journal of the American School of Classical Studies at Athens. 71 (3), (pp. 295 – 324).
Monachov, S.J. (2007). Rhodian Amphoras: Developments in form and Mesurements in: Stolba, V.F., Hannestad, L. (επιμ.), Chronologies of the Black Sea Area in the Period c. 400-100 BC, Aahrus, 2002, (pp. 69-95).
Μιχαηλίδης, Δ., (1990). Οι Ροδιακοί Αμφορείς και ένα Ταφικό Έθιμο της Πάφου. In Πρακτικά της Β’ Επιστημονικής Συνάντησης για την Ελληνιστική Κεραμεική: Χρονολογικά Προβλήματα της Ελληνιστικής Κεραμεικής. Ρόδος, 22-25 Μαρτίου 1989, Αθήνα, (pp. 187 – 194).
Grace, V.R., (1953). The Eponyms Named on Rhodian Amphora Stamps. Hesperia: The Journal of the American School of Classical Studies at Athens. 22 (2), (pp. 116 – 128).
Comments